Οι ενήλικες που ως παιδιά έζησαν τραυματικές εμπειρίες, είναι οι συχνότεροι πελάτες των πλαστικών χειρουργών καθώς επιλέγουν να αλλάξουν πράγματα στην εμφάνισή τους, όπως αναφέρει μια πρόσφατη έρευνα.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Wisconsin ζήτησαν από 100 ανθρώπους που υποβλήθηκαν σε αισθητική πλαστική χειρουρική διαδικασία, να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο δέκα σημείων με στόχο να διαπιστώσουν αν είχαν υποστεί κακοποίηση ως παιδιά. Η κακοποίηση μπορεί να είναι σωματική, συναισθηματική ή σεξουαλική, ή μπορεί να ήταν μάρτυρες βίας μεταξύ των γονέων, ή κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών.
Ένα συγκλονιστικό 81% των ασθενών – οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν μία πρώτη ή τη δεύτερη επέμβαση στην μύτη – έδωσαν θετική απάντηση. Οι μισοί από τους ασθενείς, οι οποίοι ήταν σχεδόν όλοι της μεσαίας τάξης με εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου, απάντησαν θετικά σε τουλάχιστον τέσσερα από τα δέκα σημεία του ερωτηματολογίου.
Ο πλαστικός χειρουργός Dr Mark Constantain, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας, πιστεύει πως το παιδικό τραύμα αυξάνει τον κίνδυνο διαταραχής δυσμορφίας του σώματος (BDD), η οποία οδηγεί στην αναζήτηση της πλαστικής χειρουργικής σε μια προσπάθεια να «γίνουν τέλειοι».
Η διαταραχή δυσμορφίας του σώματος είναι ένα είδος χρόνιας ψυχικής ασθένειας στην οποία τα άτομα σκέφτονται συνέχεια ένα ελάττωμα που έχουν στην εμφάνισή τους και που συνήθως είτε είναι πολύ μικρό ή απλά δεν υπάρχει. Αλλά για τους ίδιους το ελάττωμα είναι εμφανέστατο και έτσι καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις.
«Τα παιδικά τραύματα προκαλούν ντροπή και ο πιο κοινός τύπος εκδήλωσης της ντροπής είναι για το σώμα μας. Οι περισσότεροι θεωρούν πως οι πλαστικές επεμβάσεις είναι ο τρόπος της αυτο-θερεπαίας τους».
Το ίδιο ερωτηματολόγιο δόθηκε σε 17.000 ασθενείς στη δεκαετία του 1990 και το 67% των ασθενών που έκαναν πλαστική επέμβαση είχαν υποστεί κακοποίηση ως παιδιά.