Τα ευρήματα σχετικής μελέτης παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Nature Human Behaviour.
Η νέα μελέτη διαπίστωσε ότι η ανθρώπινη όσφρηση απέχει πολύ από εκείνη πολλών ζώων, όπως οι σκύλοι, ωστόσο μπορεί να μην είναι τόσο υποτονική όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Στο πλαίσιο των πειραμάτων τους, οι επιστήμονες κατασκεύασαν μια ειδική συσκευή που προγραμματίστηκε να εκλύει οσμές με ακρίβεια 18 χιλιοστών του δευτερολέπτου.
Χρησιμοποιώντας τη συσκευή, την έβαλαν να παράγει δύο οσμές τη μία μετά την άλλη σε απόσταση χιλιοστών του δευτερολέπτου η μία από την άλλη, αλλάζοντας την οσμή που έβγαινε πρώτη.
Στη συνέχεια έβαλαν 229 άτομα να μυρίσουν τις οσμές για να δουν αν μπορούσαν να αντιληφθούν διαφορές.
Οι συμμετέχοντες μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά όταν η καθυστέρηση μεταξύ των οσμών ήταν μόλις 60 χιλιοστά του δευτερολέπτου – περίπου το 1/3 του χρόνου που χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια.
Ο χρόνος αυτός είναι σχεδόν ίσος με τον χρόνο που χρειάζεται η ανθρώπινη όραση για να διακρίνει τη σειρά των πράσινων και κόκκινων φώτων που αναβοσβήνουν, σημείωσε η ομάδα της Zhou.
Σε ό,τι αφορά δε τη συσκευή που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες στην τελευταία αυτή μελέτη, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως για την εκπαίδευση της όσφρησης σε ασθενείς με απώλεια όσφρησης.