Η ανά διετία εξέταση με υπερήχους για τον καρκίνο του ήπατος αυξάνει την επιβίωση κατά μέσο όρο περίπου 5 μήνες σε ασθενείς με κίρρωση. «Το συνολικό κέρδος στο προσδόκιμο ζωής θα μπορούσε να θεωρηθεί μέτριο», αλλά είναι «συμβατό με τα πρότυπα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου», δήλωσε ο Γάλλος ερευνητές – στατιστικολόγος Benjamin Cadier του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας, στο Παρίσι (Hepatology 2017. doi:. 10.1002 / hep.28961 ).
Στην κίρρωση του ήπατος ο κατεστραμμένος ιστός του ήπατος αντικαθίστανται με ουλώδη ιστό. Το όργανο χάνει την ελαστικότητά του και η αρχιτεκτονική του μεταβάλλεται και διαταράσσεται. Λόγω της εκτεταμένης ίνωσης το ήπαρ χάνει την ενιαία δομή του και διαχωρίζεται από τον ουλώδη ιστό σε ομοιόμορφους ή ανομοιόμορφους σχηματισμούς στρογγυλού συνήθως σχήματος, που ονομάζονται αναγεννητικοί όζοι. Ο σχηματισμός εκτεταμένου ουλώδους ιστού γενικά μειώνει και εξασθενεί τη ροή του αίματος μέσα στο ήπαρ. Αυτό καταστρέφει ακόμα περισσότερα κύτταρα και προκαλεί τη σταδιακή απώλεια της λειτουργίας του ήπατος. Η ύπαρξη των ινωδών διαφραγμάτων αντανακλά την ενεργότητα της κιρρωτικής διαδικασίας και η παρουσία των αναγεννητικών όζων έχει μεγάλη σημασία για την πιθανή κακοήθη εξαλλαγή του κιρρωτικού ήπατος σε καρκίνο.
Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (HCC) συχνά εντοπίζεται πολύ αργά σε στάδιο κίρρωση ώστε να μπορεί να θεραπευτεί. Παρά το γεγονός ότι ομάδες ειδικών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού συνιστούν την εξέταση με υπερήχους δύο φορές το χρόνο σε ασθενείς 55 ετών και άνω, συχνά αυτή η οδηγία δεν ακολουθείται. Οι ερευνητές θέλησαν να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα του πιο διαδεδομένου ελέγχου ανά διετία.
Για την εκτίμηση των πιθανοτήτων και το κόστος για διάφορα σενάρια, η ομάδα συνδύασε στοιχεία από δύο μεγάλες γαλλικές ομάδες – μία με ιογενή κίρρωση, και μία άλλη από HCC. Υπολογίσθηκε ότι η δεκαετής συνολική επιβίωση ήταν 67% με τις τρέχουσες πρακτικές παρακολούθησης, και 76% με το εξαμηνιαίο υπερηχογράφημα. Η μέση αύξηση της επιβίωσης 6,8 έως 7,2 έτη αποδίδεται σε έγκαιρη ανίχνευση, υψηλότερη πρόσβαση σε θεραπευτική αγωγή πρώτης γραμμής, και καλύτερα αποτελέσματα θεραπείας. Η εκτομή ραδιοσυχνοτήτων (RFA), σε αντίθεση με την εκτομή ήπατος ή τη μεταμόσχευση, ήταν η πιο αποτελεσματική για το κόστος της.
«Η ανίχνευση αργότερα μειώνει όχι μόνο την πιθανότητα θεραπευτικής αγωγής, αλλά αυξάνει το ποσοστό της [μεταμόσχευσης ήπατος] μεταξύ των θεραπευτικών αγωγών» αναφέρουν οι συγγραφείς. Στη μοντελοποίηση, όταν το υπερηχογράφημα ανά διετία εντοπίσει ένα ύποπτο οζίδιο, η τακτική περιλαμβάνει μαγνητική τομογραφία ή αξονική τομογραφία και βιοψία ήπατος, αν χρειαστεί, με βάση τις πρόσφατες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, με επακόλουθη θεραπεία.