Ογκολογία

Τρόπος μείωσης του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού

Τρόπος μείωσης του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού
Ποιος ο ρόλος της ηλικίας σύμφωνα με μια πρόσφατη επιστημονική έρευνα Μικρότερο κίνδυνο για να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού έχουν οι γυναίκες, οι οποίες έχασαν βάρος μετά τα 50 τους και διατήρησαν στη συνέχεια τα μειωμένα κιλά τους, σε σχέση με όσες έχουν σταθερό βάρος, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα. Όσο μεγαλύτερη […]

Ποιος ο ρόλος της ηλικίας σύμφωνα με μια πρόσφατη επιστημονική έρευνα

Μικρότερο κίνδυνο για να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού έχουν οι γυναίκες, οι οποίες έχασαν βάρος μετά τα 50 τους και διατήρησαν στη συνέχεια τα μειωμένα κιλά τους, σε σχέση με όσες έχουν σταθερό βάρος, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα. Όσο μεγαλύτερη είναι η μείωση του βάρους μετά την ηλικία των 50 ετών, τόσο περισσότερο μειώνεται και η πιθανότητα καρκίνου του μαστού, ιδίως για τις γυναίκες που δεν κάνουν ορμονοθεραπεία μετά την εμμηνόπαυση.

Οι ερευνητές της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και άλλων ιδρυμάτων, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Journal of the National Cancer Institute»

ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 180.000 γυναίκες άνω των 50 ετών σε βάθος δεκαετίας.

Διαπιστώθηκε ότι όσες είχαν μεγάλη και μόνιμη απώλεια βάρους, είχαν επίσης την μεγαλύτερη μείωση στον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Γυναίκες που έχασαν δύο έως 4,5 κιλά, είχαν 13% μικρότερο κίνδυνο, όσες έχασαν 4,5 έως εννέα κιλά, είχαν 16% μικρότερο κίνδυνο, ενώ εκείνες που κατάφεραν να μειώσουν το βάρος τους πάνω από εννέα κιλά, εμφάνιζαν μείωση κινδύνου κατά 26%.

«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι ακόμη και μια μέτρια, αλλά διατηρήσιμη μείωση του βάρους, σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού για τις γυναίκες άνω των 50. Ακόμη κι αν μια γυναίκα βάλει κιλά μετά τα 50, ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να ρίξει το βάρος της και να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια, δρ. Λορίν Τέρας.