Ταχύτερη διάγνωση του καρκίνου του στόματος και του φάρυγγα υπόσχεται νέο τεστ σιέλου σύμφωνα με νέα έρευνα. Δυστυχώς, οι καρκίνοι που εμφανίζονται στο πίσω μέρος της στοματικής κοιλότητας και στο ανώτερο μέρος του λαιμού συχνά δεν διαγιγνώσκονται παρά μόνο σε προχωρημένο στάδιο, κυρίως λόγω της θέσης τους που δυσκολεύει τον εντοπισμό τους κατά τον συνήθη κλινικό έλεγχο. Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο The Journal of Molecular Diagnostics περιγράφει τη χρήση της μεθόδου acoustofluidics, μιας νέας μη επεμβατικής τεχνικής που ελέγχει το σάλιο για την παρουσία του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) και συγκεκριμένα του τύπου 16, του παθογόνου στελέχους που σχετίζεται με τους στοματοφαρυγγικούς καρκίνους. Η νέα τεχνική ανίχνευσε τον παραπάνω καρκίνο στο σάλιο του 40% των ασθενών που εξετάστηκαν και του 80% των ήδη διαγνωσμένων καρκινοπαθών.
«Κάθε χρόνο, έχουμε περί τα 115.000 περιστατικά στοματοφαρυγγικού καρκίνου, ενός από τους συνεχώς αυξανόμενους καρκίνους στις δυτικές χώρες λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), ειδικά σε νεαρότερους ασθενείς. Κρίνεται αναγκαία η ανάπτυξη μεθόδων παρακολούθησης για έγκαιρη διάγνωση», εξήγησε ο ερευνητής Tony Jun Huang, PhD, από το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υλικών του Duke University, Durham των ΗΠΑ.
«Πέρα από την ανίχνευση του ιού στο σάλιο από την ακουστοφλουϊδική πλατφόρμα, η παραπάνω τεχνική προσφέρει πολλαπλά οφέλη όπως έγκαιρη διάγνωση και εκτίμηση της κατάστασης», πρόσθεσε ο Δρ Huang. Επιπλέον, οι γιατροί θα μπορούν να προβλέψουν ποιοι ασθενείς θα ανταποκριθούν καλά στην ακτινοθεραπεία ή δεν θα εμφανίσουν μεταστάσεις.
Στην πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα σάλιου από 10 ασθενείς που διαγνώστηκαν με στοματοφαρυγγικούς καρκίνους από HPV, χρησιμοποιώντας συμβατικές μεθόδους. Διαπίστωσαν ότι η νέα τεχνική ταυτοποίησε τον καρκινικό βιοδείκτη HPV-16 DΝΑ στο 80% των περιπτώσεων, σε συνδυασμό με την μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) για την εξέταση του DNA στα σταγονίδια σιέλου. Δεδομένου ότι η νέα μέθοδος δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές στο δείγμα λόγω αλλαγών στη ρευστότητα του σιέλου είτε τις μεθόδους συλλογής που χρησιμοποιούνται, θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδανική για χρήση σε κλινικές συνθήκες.