Ο υπερθυρεοειδισμός στις γυναίκες ενδεχομένως να αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού, όπως υποστηρίζουν Δανοί ερευνητές που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη τους στο επιστημονικό έντυπο European Journal of Endocrinology.
Η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Άαρχους μελέτησε στοιχεία που αφορούσαν κλινικά δεδομένα 36 ετών για σχεδόν 80.000 γυναίκες στη Δανία. Καμία γυναίκα δεν είχε κάποια μορφή καρκίνου ξεκίνησε η μελέτη το 1978 (σ.σ. ολοκληρώθηκε το 2013). Η συχνότητα του καρκίνου καταγραφόταν κάθε πέντε με επτά χρόνια.
Οι γυναίκες με υπερθυρεοειδισμό είχαν 11% αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, συγκριτικά με όσες είχαν φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. Από την άλλη, οι γυναίκες με υποθυρεοειδισμό είχαν κατά 6% μικρότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού από τις γυναίκες με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία.
«Παρόμοια σχέση μεταξύ υπερθυρεοειδισμού και κινδύνου καρκίνου του μαστού έχει διαπιστωθεί και σε τρεις άλλες μελέτες. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η υπάρχει σχέση αιτίου – αποτελέσματος καθώς υπάρχουν πολλές άλλες εξηγήσεις για την παρατηρούμενη σχέση» αναφέρουν οι επιστήμονες.
Αυτό που συμβουλεύουν οι γιατροί στις γυναίκες με θυερεοειδική νόσο είναι να υποβάλλονται πιο τακτικά σε εξετάσεις, περιλαμβανομένης και της μαστογραφίας. Όπως έχει γίνει γνωστό οι ορμόνες του θυρεοειδούς συντελούν στην εκδήλωση καρκίνου του μαστού, ενώ και η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού έχει ενοχοποιηθεί για αύξηση του κινδύνου καρκίνου μαστού.
Ο υπερθυρεοειδισμός (hyperthyroidism) είναι μια διαταραχή του θυρεοειδή κατά την οποία ο αδένας υπερλειτουργεί, δηλαδή εργάζεται περισσότερο σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού. Μορφολογικά, ο θυρεοειδής μπορεί να είναι φυσιολογικός ή διογκωμένος (να παρουσιάζει δηλαδή βρογχοκήλη). Ο υπερθυρεοειδισμός προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες και οι κλινικές του εκδηλώσεις ποικίλουν ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της νόσου.
Τα συχνότερα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν: αδυνάτισμα που δεν εξηγείται από τη σωματική άσκηση ή το λιγότερο φαγητό, ταχυπαλμία και άλλες ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού, ιδρώτας και εξάψεις, νευρικότητα, μυϊκή αδυναμία, κούραση, εύκολη κόπωση, τρέμουλο, εξοφθαλμία.