Τα social media φαίνεται να αποτελούν ένα μικρό θησαυρό για τους νευρολόγους. Καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται ευρέως στη σύγχρονη κοινωνία αξιοποιώντας τις συμπεριφορές και τις σκέψεις των ανθρώπων, οι επιστήμονες νευρολόγοι βρίσκουν το Facebook, το Twitter, και άλλες πλατφόρμες χρήσιμα εργαλεία για ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών πεδίων.
Μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 11 Νοεμβρίου στο Trends in Cognitive Sciences περιγράφει μερικές από τις προσεγγίσεις που οι επιστήμονες νευρολόγοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αποκομίσουν πολύτιμες γνώσεις από τα social media και υπογραμμίζει ορισμένα ερωτήματα που θα μπορούσαν να απαντηθούν από μελέτες που βασίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο συν-επικεφαλής συγγραφέας Dar Meshi του Freie Universität στο Βερολίνο, μας ενημερώνει πως η έρευνα της νευροεπιστήμης που αφορά τα social media βρίσκεται ακόμα σε πρωτογενές επίπεδο και υπάρχει μεγάλο περιθώριο για επιστημονικές ανακαλύψεις. “Ο αριθμός των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα social media είναι τεράστιος, και συνεχίζει να αυξάνεται, με μερικούς ανθρώπους να ξοδεύουν πολλές ώρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάθε μέρα.”
Στην έκθεσή τους οι Meshi, Diana Tamir, και Hauke Keekeren σημειώνουν ότι οι νευροεπιστήμονες μπορούν να επωφεληθούν από τις ομοιότητες μεταξύ των online και offline συμπεριφορών, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως υποκατάστατο πραγματικής κοινωνικής συμπεριφοράς. Για παράδειγμα οι δημοσιεύσεις ενός χρήστη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένδειξη της συναισθηματικής του κατάστασης. Επίσης, μπορούν να αναλυθούν οι δημοσιεύσεις χρηστών έπειτα από έκθεση τους σε δημοσιεύσεις φίλων και να μετρηθεί έτσι η κοινωνική συμπεριφορά τους. Το πώς οι άνθρωποι πλοηγούνται μέσα στα social media και γιατί κλικάρουν συγκεκριμένα περιεχόμενα, μπορεί να παράσχει ενδείξεις για την περιέργεια και το ψηφιακό αποτύπωμα των χρηστών αλλά και να υποδείξει χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους.
Εναλλακτικά, οι νευροεπιστήμονες μπορούν να επωφεληθούν από τις διαφορές μεταξύ online και offline κοινωνικού περιβάλλοντος και να ερευνήσουν τη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου υπό το φως αυτών των διαφορών. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του άμεσου διαλόγου, οι άνθρωποι ξοδεύουν περίπου το 30% της συζήτησης μιλώντας για τους εαυτούς τους ενώ όταν βρίσκονται online οι άνθρωποι έχουν απεριόριστες δυνατότητες για να μοιραστούν άλλες πληροφορίες. Επίσης, ενδιαφέρον είναι ότι τα πρότυπα ευγένειας επιβάλλονται σε μια άμεση επαφή με το συνομιλητή σου ενώ συχνά διαταράσσονται λόγω της απόστασης που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ένας πιθανός περιορισμός όταν χρησιμοποιούνται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε έρευνα, είναι οι αποκλίσεις όσον αφορά στην αυτοπροβολή αφού οι χρήστες συχνά προβάλλονται διαφορετικά στον online κόσμο. Επίσης υπάρχουν προβλήματα που αφορούν στην προστασία της ιδιωτικότητας και ηθικές ανησυχίες. Για παράδειγμα, αν ένας χρήστης δεχθεί να δημοσιεύσει μια φωτογραφία του στο Facebook και κάποιος φίλος διαδράσει με αυτή, ο ερευνητής είναι σε θέση να αποσπάσει και τα στοιχεία του δεύτερου, παραβιάζοντας ίσως εν αγνοία του την ιδιωτική του ζωή.
Eκτός από ένα ενδιαφέρον εργαλείο έρευνας, τα social media πρέπει να αποτελούν ακόμα και ένα μέσο ελέγχου. Αφού η χρήση τους όλο και αυξάνετε, θα ήταν χρήσιμο να μελετηθούν ο θετικός και ο αρνητικός αντίκτυπος τους στους χρήστες κυρίως στους ανήλικους και τους έφηβους που αποτελούν και το βασικό κοινό τους. “Αν και τα social media μπορούν να προκαλέσουν θετικές συνέπειες, εξερευνώντας τις επιπτώσεις τους στον εγκέφαλο είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη ότι η χρήση τους είναι ικανή να διαταράξει την ομαλή λειτουργία της καθημερινότητας και να προκαλέσει ανεργία ή χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις» λέει ο Meshi.