Πρόκειται για ένα αρκετά συχνό σύνδρομο, ιδιαίτερα ενοχλητικό, που εκδηλώνεται σαν έντονη ενόχληση, χωρίς πόνο, στα κάτω άκρα, η οποία δεν παρέρχεται παρά μόνο εάν ο ασθενής κινήσει τα πόδια του. Εμφανίζεται συχνότερα όταν το άτομο είναι σε ακινησία ή κατά τη διάρκεια που πάει να κοιμηθεί και προκαλεί αϋπνία και έντονο stress.
Παρά τα χαρακτηριστικά του συμπτώματα, τις περισσότερες φορές δεν αξιολογείται σοβαρά από ασθενείς και γιατρούς, παρόλο που στην εξέλιξή του μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, σωματικά και ψυχολογικά.
Η συχνότητά του κυμαίνεται από 5-15% στον γενικό πληθυσμό και αφορά περισσότερο γυναίκες σε αναλογία 2:1 με τους άνδρες. Μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και σε παιδιά, αλλά η συνηθισμένη ηλικία προσβολής είναι μεταξύ 30 και 50 ετών.
Υπάρχουν μελέτες που τονίζουν ότι το 40% περίπου των ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο εμφάνισαν τα πρώτα συμπτώματα πριν από την ηλικία των 20 ετών.
Το αίτιο που το προκαλεί είναι ακόμη άγνωστο. Φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο κληρονομικό υπόστρωμα, διότι αφενός έχουν βρεθεί πολλές οικογένειες που τα μέλη τους έχουν τάση εμφάνισης του συνδρόμου και αφετέρου έχουν απομονωθεί κάποια χρωμοσώματα (12q, 14q, 9p κα), που είναι κοινά στα άτομα που πάσχουν από αυτό.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν πρόβλημα στην ευαισθησία των υποδοχέων ντοπαμίνης στο εγκέφαλο, οι οποίοι μάλλον ανεπαρκούν, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι στα άτομα αυτά υπάρχει πρόβλημα διακίνησης της σεροτονίνης στο εγκεφαλικό στέλεχος.
Τέλος, εκείνο που έχει αποδειχθεί και είναι ιδιαίτερα συχνό είναι ότι οι περισσότεροι ασθενείς που πάσχουν από το σύνδρομο παρουσιάζουν προβλήματα στην ομοιοστασία του σιδήρου στον οργανισμό.
Με ποιο τρόπο τα παραπάνω ευρήματα μπορούν να συνδυασθούν και να προκαλέσουν την εκδήλωση του συνδρόμου δεν είναι ακόμη γνωστό. Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται μετά τη λήψη ενός καλού ιστορικού και συνήθως σε άτομα που εξετάζονται για χρόνια αϋπνία. Τα συμπτώματα στα κάτω άκρα περιγράφονται με διάφορους τρόπους.
Πιο συχνά οι ασθενείς διαμαρτύρονται για κάποιες δυσαισθησίες στα κάτω άκρα τις οποίες άλλοι τις περιγράφουν σαν περιοδικά μουδιάσματα, σαν νύγματα από βελόνες, σαν εσωτερικό κνησμό ή σαν κάτι να κινείται μέσα στους μυς των κάτω άκρων τους.
Όλα αυτά δημιουργούν μια επιτακτική ανάγκη να κινήσουν τα κάτω άκρα τους, διότι με την κίνηση τα συμπτώματα αυτά άμεσα παρέρχονται. Η κατάσταση αυτή είναι συχνή όταν οι ασθενείς είναι καθιστοί για αρκετή ώρα, όπως συμβαίνει σε μεγάλα ταξίδια ή κατά τη διάρκεια μιας παράστασης.
Εκεί όμως που τα συμπτώματα γίνονται ιδιαίτερα έντονα είναι όταν το άτομο ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αϋπνία που λογικά ακολουθείται από κόπωση, έλλειψη διάθεσης και κακουχία κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας.
Το 1995 μια ομάδα εργασίας στις ΗΠΑ καθόρισε κάποια κριτήρια τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τη διάγνωση όπως:
Η επιτακτική ανάγκη κίνησης των κάτω άκρων, τα οποία παρουσιάζουν κάποιες παραισθησίες ή / και δυσαισθησίες.
Η έντονη κινητικότητα και η συνεχής αλλαγή θέσης του σώματος, όταν κάποιος ξαπλώσει στο κρεββάτι για να κοιμηθεί.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται στην ακινησία και παρέρχονται με την κίνηση.
Ο κιρκαδιανός ρυθμός εμφάνισης των συμπτωμάτων με τάση εκδήλωσης τις απογευματινές ώρες και τη νύκτα.
Η θετική ανταπόκριση στη ντοπαμινεργική θεραπεία και
Οι διαταραχές στον ύπνο διαφόρου βαθμού και είδους.
Η κλινική εξέταση είναι συνήθως αρνητική, παρόλο που πρέπει να αποκλεισθεί κάποια νευροπάθεια, ριζίτιδα ή νόσος του Πάρκινσον.
Πιο ειδικά, μια νευροπάθεια μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα σαν το συγκεκριμένο σύνδρομο αλλά αυτά δεν παρέρχονται με την κίνηση και δεν εμφανίζονται μόνο το βράδυ και σε ακινησία.
Το σύνδρομο των ανήσυχων κάτω άκρων μπορεί να είναι πρωτοπαθές ή ιδιοπαθές στο οποίο δεν ανευρίσκεται κάποιο συγκεκριμένο αίτιο και συνήθως είναι κληρονομικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις το stress, ψυχολογικά προβλήματα ή κόπωση μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα και δευτεροπαθές. Για το δεύτερο έχουν ενοχοποιηθεί πάρα πολλά αίτια. Μερικά από αυτά είναι:
Υπομαγνησιαιμία, φλεβική ανεπάρκεια κάτω άκρων, νεφρική ανεπάρκεια σε τελικό στάδιο ή σε αιμοδιάλυση, χρόνια σιδηροπενική αναιμία, μειωμένα επίπεδα φυλλικού οξέος ή βιταμίνης Β12 στον οργανισμό και άλλα πιο σπάνια αίτια όπως ισχιαλγία-ριζαλγία κάτω άκρων, ρευματοειδής αρθρίτιδα, σύνδρομο Sjogren, σακχαρώδης διαβήτης, αμυλοείδωση και νόσος του Lyme.
Μια αρκετά συχνή εμφάνιση του συνδρόμου είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Πιστεύεται ότι σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 25 έως 40% οι γυναίκες που εγκυμονούν μπορεί να παρουσιάσουν το σχετικό σύνδρομο το οποίο όμως παρέρχεται μερικούς μήνες μετά τον τοκετό.
Παρά ταύτα κάποιοι πιστεύουν ότι οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από αυτό σε μεγαλύτερη ηλικία. Τρείς ακόμη παθήσεις μοιάζουν με το σύνδρομο, η ακαθησία, το σύνδρομο των αλγεινών κάτω άκρων με σύσπαση των δακτύλων και οι νυκτερινές κράμπες των κνημών. Η κυριότερη διαφορά είναι ότι και οι τρείς αυτές παθήσεις προκαλούν πόνο που δεν περνά με την κίνηση.
Τέλος, υπάρχουν και κάποια φάρμακα που μπορούν να έχουν σαν ανεπιθύμητη ενέργεια το σύνδρομο των ανήσυχων κάτω άκρων, όπως τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, οι αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, το αλκοόλ, η καφεϊνη, οι βήτα αναστολείς και άλλα.
Ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις απαιτούνται μόνο εάν θέλουμε να κάνουμε διαφοροδιάγνωση σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς συνδρόμου, πάντως ο προσδιορισμός του σιδήρου, της φερριτίνης και της τρανσφερίνης είναι μάλλον απαραίτητος.
Η θεραπεία του συνδρόμου ανήσυχων κάτω άκρων εξαρτάται από τη βαρύτητά του. Σε ελαφρές περιπτώσεις δεν δίνουμε κάποια θεραπεία και περιοριζόμαστε σε συστάσεις για υγιεινή ζωή, αποφυγή οινοπνεύματος, καφεϊνης και νικοτίνης και φυσιοθεραπεία χαλάρωσης του μυϊκού συστήματος.
Σε δευτεροπαθείς περιπτώσεις θεραπεύουμε κατά περίπτωση την πρωταρχική αιτία.
Σε βαρύτερες δοκιμάζουμε κάποια φάρμακα όπως τα ντοπαμινεργικά φάρμακα, (Levodopa+carbidopa), βενζοδιαζεπίνες, ήπια οπιοειδή, αντιεπιληπτικά και άλλα.
Η απόφαση για χορήγηση φαρμάκων λαμβάνεται μόνον από τον ειδικό γιατρό με εκτίμηση του λόγου ωφέλεια σε σχέση με τις ανεπιθύμητες ενέργειες, διότι όλα τα φάρμακα που αναφέραμε έχουν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Σαν συμπέρασμα θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για ένα συχνό, ιδιαίτερα ενοχλητικό σύνδρομο που δυστυχώς είναι σχετικά άγνωστο στην ευρύτερη ιατρική κοινότητα.