Οι ασθενείς με χρόνια κεφαλαλγία εκ τάσεως (CTTH) έχουν βλάβες στην γνωστική ικανότητα και νευροενδοκρινική δυσλειτουργία, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pain Practice.
Οι κεφαλαλγίες είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στη σύγχρονη κοινωνία και αποτελούν συχνό πρόβλημα υγείας για πολλά άτομα. Η πλειονότητα των ανθρώπων, πάνω από 90%, αναφέρει πως βιώνει ένα τουλάχιστον επεισόδιο κεφαλαλγίας ανά έτος. Απ’ όλες τις κεφαλαλγίες, οι CTTH είναι αυτές που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και είναι λιγότερο πιθανό να σχετίζονται με νευρολογικές ή άλλες παθολογικές καταστάσεις. Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια και τη συχνότητα των κρίσεων, η CTTH ταξινομείται σε επεισοδιακή (λιγότερο από 15 ημέρες/μήνα) και χρόνια (περισσότερες από τις μισές μέρες του έτους).
Ο πόνος στην CTTH περιγράφεται κλασικά να πλαισιώνει τις μετωπιαίες, βρεγματικές και ινιακές περιοχές της κεφαλής. Η παθοφυσιολογία της όμως δεν είναι πλήρως κατανοητή και οι σχετικές αιτιολογικές θεωρίες παραμένουν αντιφατικές. Αν και η CTTH συχνά θεωρείται ως ένα κοινό ψυχοσωματικό πρόβλημα, ακόμα και από τους πιο συντηρητικούς υποστηρικτές του βιο-ιατρικού μοντέλου, η αντιμετώπισή της, σχεδόν αποκλειστικά, περιορίζεται στη φαρμακευτική αντιμετώπιση. Η αποτυχία, όμως, της φαρμακοθεραπείας στην περίπτωση της CTTH είναι εμφανής, όπως αποδεικνύεται από το μεγάλο αριθμό των κεφαλαλγικών που συνεχίζουν να ζουν με αυτό το πρόβλημα.
Ο Ping Qu, από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο Anhui στο Hefei, Κίνα, και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν τη νοητική εξασθένηση σε 51 ασθενείς με CTTH και 28 υγιείς μάρτυρες. Επιπλέον, εκτίμησαν ορμονικές μεταβολές στους άξονες υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια (ΥΥΕ), υποθάλαμος-υπόφυση-θυρεοειδής (ΥΥΘ) αδένας, και στην ορμόνη απελευθέρωσης της γοναδοτροπίνης (GnRH).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σημαντική γνωστική εξασθένηση και νευροενδοκρινικές δυσλειτουργίες ήταν παρούσες στους ασθενείς με CTTH, σε σύγκριση με τους υγιείς. Ειδικότερα, οι ασθενείς με CTTH είχαν μειωμένη – συγκριτικά με τους υγιείς – γνωστική ικανότητα, όπως αξιολογήθηκε με τη χρήση των εργαλείων Montreal Cognitive Assessment (MoCA-C) και Nine box maze test και νευροενδοκρινική δυσλειτουργία, με υπερδραστήριο άξονα ΥΥΕ, αυξημένη GnRH και υποδραστήριο ΥΥΘ. Τα υψηλότερα επίπεδα ACTH στον άξονα ΥΥΕ σχετίσθηκαν με πτωχότερη γενική γνωστική λειτουργία και λειτουργία της μνήμης εργασίας, και ο υποδραστήριος άξονας ΥΥΘ (αυξημένη θυρεορτοπίνη, μειωμένη ολική τριωδοθυρονίνη και ολική θυροξίνη) και τα αυξημένα επίπεδα GnRH σχετίσθηκαν με μείωση των πολυμνημονικών συστημάτων. Επιπλέον, οι ασθενείς με CTTH είχαν πτωχότερη ποιότητα ύπνου και διάθεσης.
Κατά τους συγγραφείς οι νευροενδοκρινικές μεταβολές, ιδιαίτερα του άξονα ΥΥΕ, μπορούν να συμμετέχουν στην παθολογία της CTTH και η παρέμβαση σ’ αυτόν τον άξονα μπορεί να είναι μια στρατηγική για τη θεραπεία της CTTH.