Δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών, περίπου 1% – 2% του πληθυσμού της χώρας, υποφέρει κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής τους από την ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή. Η λύση όμως βρίσκεται στη μαγνητική τομογραφία.
Της Μαρίας Χατζηδάκη
Η σημαντική αυτή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες, παρεμβατικές και ενοχλητικές σκέψεις (εμμονές) και συχνά συνοδεύεται και από στερεότυπες επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (καταναγκασμούς), εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε απελπιστικές για τον ασθενή επιπτώσεις, αφού μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά του να επιτύχει στο σχολείο, να εργαστεί ή γενικά να λειτουργεί φυσιολογικά εντός της κοινωνίας.
Μια νέα μελέτη από ερευνητές στο Ινστιτούτο Νευροεπιστημών και Ανθρώπινης Συμπεριφοράς Σέμελ, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, καταδεικνύει ότι μια συγκεκριμένη και λεπτομερής τομογραφία εγκεφάλου στον ασθενή θα μπορούσε να βοηθήσει τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίσουν ποιοι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να υποτροπιάσουν μετά από την γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία τους.
Μία από τις πιο κοινές και αποτελεσματικές θεραπείες είναι η γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία, η οποία έχει ως στόχο να βοηθήσει τους ασθενείς να κατανοήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα που επηρεάζουν τις συμπεριφορές τους και στη συνέχεια να εργαστούν για την εξάλειψή τους. Αλλά δεν μπορούν όλοι οι πάσχοντες με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με μελέτες σε ένα 20% των ασθενών επιστρέφουν τελικά μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας τα συμπτώματα.
«Η σύνδεση με το δίκτυο του εγκεφάλου πριν από τη θεραπεία μπορεί να προβλέπει την επιδείνωση των συμπτωμάτων που θα παρουσιάσει ο ασθενής μετά τη θεραπεία του» δήλωσε ο Τζέιμς Φέσνερ, αναπληρωτής καθηγητής της ψυχιατρικής και διευθυντής ενηλίκων του Προγράμματος OCD του Ινστιτούτου Σέμελ, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Frontiers in Psychiatry.
Η έρευνα
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν λειτουργική μαγνητική τομογραφία ή fMRI, για να μελετήσουν τους εγκεφάλους 17 ατόμων, ηλικίας 21 – 50 ετών, με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η σάρωση του εγκεφάλου του αρρώστου έγινε πριν και αμέσως μετά τη θεραπεία. Οι ασθενείς παρακολούθησαν ένα εντατικό πρόγραμμα τεσσάρων εβδομάδων της γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας και οι γιατροί παρακολουθούσαν τα κλινικά συμπτώματα των ασθενών κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών. «Βρήκαμε ότι η ίδια η γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία οδηγεί σε πιο πυκνά συνδεδεμένα τοπικά εγκεφαλικά δίκτυα, τα οποία φαίνεται να αντικατοπτρίζουν πιο αποδοτική εγκεφαλική δραστηριότητα», δήλωσε ο Φέσνερ.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι οι άνθρωποι που είχαν πιο αποτελεσματικές εγκεφαλικές συνάψεις πριν ξεκινήσουν τη θεραπεία τελικά είχαν χειρότερη εξέλιξη μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας τους. Περιέργως ούτε η σοβαρότητα των συμπτωμάτων πριν την θεραπεία, ούτε ο βαθμός καλυτέρευσης των συμπτωμάτων κατά τη θεραπεία ήταν παράγοντες για να τους εμπιστευτεί για την επιτυχή έκβαση της θεραπείας του ασθενή.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το να γνωρίζει περισσότερα ο ασθενής για την εξέλιξη της πορείας της ασθένειάς του θα μπορούσε ενδεχομένως να βοηθήσει τους γιατρούς και τους ασθενείς να επιλέξουν την καλύτερη θεραπεία.