Tη μεγαλύτερη στον κόσμο συλλογή γενετικών δεδομένων για τους καρκίνους της παιδικής ηλικίας, δημοσίευσαν αμερικανοί επιστήμονες σε μία προσπάθεια να επιταχυνθούν οι διαδικασίες επινόησης νέων θεραπειών.
Το αμερικανικό Παιδιατρικό Πρόγραμμα Καρκινικού Γονιδιώματος χαρτογράφησε ολόκληρο το γονιδίωμα 260 παιδιών με καρκίνο.Εντοπίζοντας διαφορές ανάμεσα στα φυσιολογικά και στα καρκινικά κύτταρα των παιδιών, οι επιστήμονες έχουν ήδη βρει τις αιτίες για μερικούς από τους πιο επικίνδυνους καρκίνους των παιδιών.
Με την αναλυτική δημοσίευση της έρευνάς τους ελπίζουν ότι θα βοηθηθούν και άλλες ερευνητικές ομάδες ανά τον πλανήτη στην αναζήτηση νέων θεραπειών για τα παιδιά.
Η όλη έρευνα, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Genetics», έχει ήδη οδηγήσει σε μία νέα θεραπεία για μία σπάνια μορφή καρκίνου του ματιού που λέγεται ρετινοβλάστωμα.
Το πρόγραμμα – το οποίο αποτελεί συνεργασία του Ερευνητικού Νοσοκομείου Παίδων St Jude και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, με χρηματοδότηση και από ιδιώτες – οδήγησε επίσης σε σημαντικές ανακαλύψεις γύρω από επιθετικούς παιδιατρικούς καρκίνους του στελέχους του εγκεφάλου και του αίματος.
«Εντοπίσαμε ασυνήθιστες, “απόκρυφες” αλλοιώσεις στα καρκινικά κύτταρα πολλών ασθενών, τις οποίες δεν θα είχαμε δει με άλλες μεθόδους», δήλωσε ο δρ Ρίτσαρντ Γουϊλσον, επικεφαλής του Ινστιτούτου Γονιδιώματος του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.
«Είναι πολύ σημαντικό που μπορούμε να μοιραστούμε αυτά τα στοιχεία με την ερευνητική κοινότητα, με την ελπίδα ότι οι άλλοι ερευνητές θα μπορέσουν να εξελίξουν τις αρχικές ανακαλύψεις μας».
Η κυρία Τζόζεφιν Κερίδο, από τον οργανισμό Cancer Research UK, χαρακτήρισε το όλο πρόγραμμα «εξαιρετικά σημαντικό».
«Η έρευνα αυτή αποτελεί τμήμα μιας παγκόσμιας προσπάθειας να καταγραφούν τα γενετικά σφάλματα που άγουν πολλούς, διαφορετικούς καρκίνους», πρόσθεσε.
Οι καρκίνοι της παιδικής ηλικίας, που αφορούν τα κρούσματα της νόσου στις ηλικίες κάτω των 15 ετών, είναι σπάνιοι.
Σε όλο τον κόσμο καταγράφονται ετησίως σχεδόν 250.000 κρούσματα, το 80% εκ των οποίων στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες τα κρούσματα είναι σαφώς λιγότερα.