Τα τελευταία χρόνια, η παρατηρούμενη άνοδος στο προσδόκιμο ζωής έχει σταματήσει σε πολλές χώρες υψηλού εισοδήματος, καταγράφοντας μειώσεις για όσους ανήκουν στις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό αντανακλά τις διευρυνόμενες ανισότητες, που η πανδημία COVID-19 ενέτεινε ακόμη περισσότερο. Για παράδειγμα, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι άνδρες στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αγγλίας αναμένεται να ζήσουν σχεδόν 10 χρόνια λιγότερο από όσους ανήκουν στις λιγότερο υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, ενώ οι γυναίκες στις ίδιες περιοχές έχουν προσδόκιμο ζωής μειωμένο κατά επτά χρόνια. Τα στοιχεία αυτά προκαλέσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών, αναφορικά με το εάν ορισμένα επαγγέλματα «ελίτ», όπως η πολιτική, συνδέονται με καλύτερη υγεία. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, οι μελέτες που έχουν συγκρίνει τα ποσοστά θνησιμότητας πολιτικών με τον γενικό πληθυσμό, συνήθως επικεντρώθηκαν σε μία ή λίγες χώρες. Πρόσφατα μια νέα μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές της Oxford Population Health δημοσίευσε την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση μέχρι σήμερα, βασισμένη σε δεδομένα από 11 χώρες υψηλού εισοδήματος. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο European Journal of Epidemiology.
Ειδικότερα, η μελέτη συγκέντρωσε πληροφορίες για πολιτικούς από την Αυστραλία, την Αυστρία, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Για κάθε χώρα, δεδομένα ήταν διαθέσιμα μεταξύ 1945 και 2014, ωστόσο η πλήρης ανάλυση κυμαινόταν από το 1816 (Γαλλία) έως το 2017. Στα δεδομένα περιλήφθηκαν 57.561 πολιτικοί, εκ των οποίων οι 40.637 είχαν ήδη πεθάνει. Το ποσοστό των γυναικών πολιτικών κυμαινόταν από 3% (Γαλλία και ΗΠΑ) έως 21% (Γερμανία). Κάθε πολιτικός αντιστοιχίστηκε ανάλογα με τη χώρα, την ηλικία και το φύλο του με τα δεδομένα θνησιμότητας από το αντίστοιχο τμήμα του πληθυσμού της χώρας στην οποία ζούσε για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνέκριναν τον αριθμό των θανάτων των πολιτικών κάθε χρόνο με τα ποσοστά θνησιμότητας του γενικού πληθυσμού. Οι ερευνητές υπολόγισαν επίσης τη διαφορά στο υπολειπόμενο προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 45 ετών μεταξύ των πολιτικών και του γενικού πληθυσμού, για κάθε διαδοχική περίοδο 10 ετών.
Σημαντικά τα ευρήματα:
- Σε όλες σχεδόν τις χώρες, οι πολιτικοί είχαν παρόμοια ποσοστά θνησιμότητας με τον γενικό πληθυσμό στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
- Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι διαφορές στα ποσοστά θνησιμότητας διευρύνθηκαν σημαντικά σε όλες τις χώρες, με τους πολιτικούς να έχουν αυξανόμενο πλεονέκτημα επιβίωσης έναντι του γενικού πληθυσμού.
- Υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών ως προς την έκταση αυτού του πλεονεκτήματος. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, ενώ στην Ιταλία ο μέσος πολίτης είχε 2,2 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει μέσα στον επόμενο χρόνο από ό,τι ένας πολιτικός της ίδιας ηλικίας και φύλου, στη Νέα Ζηλανδία, οι πιθανότητες ήταν 1,2 φορές περισσότερες.
- Σε πολλές χώρες, το πλεονέκτημα επιβίωσης των πολιτικών βρίσκεται στο μέγιστο επίπεδο των τελευταίων 150 ετών, παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα.
- Η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 45 ετών μεταξύ των πολιτικών και του γενικού πληθυσμού αυξήθηκε επίσης σημαντικά κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Επί του παρόντος, το χάσμα στο προσδόκιμο ζωής κυμαίνεται από περίπου 3 χρόνια στην Ελβετία έως 7 χρόνια στις Η.Π.Α.
Εξηγώντας τα ευρήματα
Οι διαφορές στο προσδόκιμο ζωής μπορεί να οφείλονται στο ότι οι πολιτικοί συνήθως κερδίζουν μισθούς πολύ πάνω από το μέσο πληθυσμό (στο Η.Β., ο βασικός ετήσιος μισθός για έναν βουλευτή από την 1η Απριλίου 2022 είναι 84.144 £). Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, αν και αυτό μπορεί εν μέρει να αιτιολογεί το χάσμα στο προσδόκιμο ζωής, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι άλλοι παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο. Για παράδειγμα, ενώ η εισοδηματική ανισότητα άρχισε να αυξάνεται τη δεκαετία του 1980, οι διαφορές στο προσδόκιμο ζωής άρχισαν να διευρύνονται πολύ νωρίτερα, πριν από τη δεκαετία του 1940. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι διαφορές στα πρότυπα υγειονομικής περίθαλψης και παραγόντων του τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα και η διατροφή, μπορεί να εξηγούν επίσης το χάσμα. Η διαθεσιμότητα βελτιωμένων θεραπειών για ιατρικές καταστάσεις που είναι πιο πιθανό να επηρεάσουν τους πολιτικούς (ιδιαίτερα καρδιαγγειακές παθήσεις) μπορεί επίσης να παίζει κάποιο ρόλο. Σημειώνουν, για παράδειγμα, ότι τόσο ο Πρόεδρος Franklin Roosevelt όσο και ο πρωθυπουργός Winston Churchill υπέφεραν από υπέρταση και τελικά πέθαναν από εγκεφαλικό. Ωστόσο, από τότε που τα αντιυπερτασικά φάρμακα έγιναν ευρέως διαθέσιμα στη δεκαετία του 1960, ο κίνδυνος θανάτου από παθήσεις του κυκλοφορικού έχει μειωθεί σημαντικά.
Είναι επίσης πιθανό ότι η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην πολιτική (συμπεριλαμβανομένης της τηλεοπτικής μετάδοσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) άλλαξε το προφίλ των ατόμων που γίνονται πολιτικοί και ότι αυτό είχε αντίκτυπο στις τάσεις του προσδόκιμου ζωής. Όπως προσθέτουν οι ερευνητές, καθώς η μελέτη επικεντρώθηκε σε χώρες υψηλού εισοδήματος, τα ευρήματα μπορεί να μην εκφράζουν χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Η Δρ Laurence Roope, ερευνήτρια στην Oxford Population Health και συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Η μελέτη μας είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα που συγκρίνει το ποσοστό θνησιμότητας και το προσδόκιμο ζωής των πολιτικών με αυτό του γενικού πληθυσμού. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το πλεονέκτημα επιβίωσης των πολιτικών σήμερα είναι πολύ υψηλό σε σύγκριση με αυτό που παρατηρήθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Είναι ενδιαφέρον ότι το χάσματα θνησιμότητας που τεκμηριώνουμε άρχισαν συνήθως να αυξάνονται μισό αιώνα νωρίτερα από τις τεκμηριωμένες αυξήσεις στο εισοδηματικές ανισότητες τη δεκαετία του 1980». Ο Philip Clarke, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Oxford Population Health και κύριος συγγραφέας της μελέτης, πρόσθεσε: “Η μείωση των ανισοτήτων στην υγεία είναι ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και πολλών άλλων κυβερνήσεων. Μια βασική πρόκληση θα είναι να βρεθούν τρόποι για να αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής του γενικού πληθυσμού και να κλείσει το χάσμα με ομάδες ελίτ, όπως οι πολιτικοί».