Ναρκισσιστική Προσωπικότητα: Τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητάς τους επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται από τους ψυχαναλυτές ναρκισσιστικά. Πολλοί συγγραφείς παρατήρησαν ότι μέσα σε κάθε ματαιόδοξο και μεγαλομανή ναρκισσιστή κρύβεται ένα ντροπαλό παιδί που συνεχώς παρατηρεί τον εαυτό του, και σε κάθε καταθλιπτικό και αυτομεμφόμενο ναρκισσιστή καραδοκεί ένα μεγαλειώδες ομοίωμα αυτού που το άτομο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι. Για τον λόγο αυτό τα άτομα αυτά καθώς εστιάζουν την προσοχή τους στην εικόνα που προβάλλουν προς τα έξω, είναι πιθανό να αισθανθούν ότι εξαπατούν τους άλλους και ότι δεν μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, ενώ παράλληλα ασχολούνται επίμονα με στοιχεία που παρατηρούνται εύκολα από τους άλλους (ομορφιά, φήμη, πλούτος).
Η ανταπόκριση απέναντι στην αποδοχή και η ευαισθησία απέναντι στην κριτική δεν είναι η συνηθισμένη.
Η αίσθηση κενού και η μεγαλομανία εμφανίζονται με την επιδειξιομανία, επιφυλακτικότητα, συναισθηματική ανικανότητα, υπερεκτίμηση της δημιουργικότητας, κριτική στάση απέναντι στο περιβάλλον και με τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας.
Όλα τα ναρκισσιστικά άτομα μοιράζονται μια εσωτερική αίσθηση τρόμου, ανεπάρκειας, ντροπής, αδυναμίας και κατωτερότητας.
Ενόρμηση, συναίσθημα και ιδιοσυγκρασία στον ναρκισσισμό.
Τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανής και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Εκείνα τα άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους.
Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους «πείνας» για αναγνώριση σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών αναγκών είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες.
Ο ναρκισσισμός έχει συνδεθεί με την κατάσταση του βρέφους που φαίνεται ότι είναι δεκτικό, ήδη από πρώιμο στάδιο, στα αδήλωτα συναισθήματα, τις στάσεις και τις προσδοκίες των άλλων.
Για παράδειγμα, η Alice Miller πιστεύει ότι πολλές οικογένειες εκμεταλλεύονται ασυνείδητα τα φυσικά ταλέντα ενός παιδιού με σκοπό τη διατήρηση της δικής τους αυτοεκτίμησης και ότι αυτό το παιδί μεγαλώνει μέσα σε μια σύγχυση σχετικά με το ποιου τη ζωή θα πρέπει να ζήσει: τη δική του ή της οικογένειάς του.
Σύμφωνα με τη Miller, το πιθανότερο είναι ότι τέτοια χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις και έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν ναρκισσιστικοί ενήλικοι.
Η ενοχή είναι η πεποίθηση ότι ένα άτομο είναι αμαρτωλό ή ότι έχει διαπράξει κάποια σφάλματα. Η ντροπή είναι η αίσθηση ότι το άτομο γίνεται αντιληπτό από τους άλλους ως κακό ή ότι έχει σφάλει. Σε αυτή την περίπτωση το κοινό που παρακολουθεί βρίσκεται έξω από τον εαυτό του ατόμου.
Η ενοχή ενέχει την έννοια μιας ενδεχόμενης κακής πράξης, ενώ η ντροπή έχει την έννοια του αβοήθητου, της ασχήμιας και της ανικανότητας.
Ο ναρκισσιστικός εαυτός
Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν μια αίσθηση ακαθόριστης εξαπάτησης, ντροπής, φθόνου, κενότητας ή ανολοκλήρωτου κενού, ασχήμιας και κατωτερότητας ή τα αντισταθμικά στοιχεία αυτών των αισθημάτων: πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο και νιώθουν υπερηφάνεια, περιφρόνηση, αμυντική αυτάρκεια, ματαιοδοξία και αίσθημα υπεροχής.
Ο Kernberg θεωρεί ότι οι πολώσεις αυτού του είδους είναι αντίθετες καταστάσεις του Εγώ και εκφράζονται με τον μεγαλειώδη (ολοκληρωτικά καλό) έναντι του υποβιβασμένου (ολοκληρωτικά κακού) εαυτού, οι οποίες είναι οι μοναδικές επιλογές που έχουν τα ναρκισσιστικά άτομα για να οργανώσουν την εσωτερική τους εμπειρία. Η αίσθηση ενός ατόμου ότι είναι «αρκετά καλό» δεν περιλαμβάνεται στις εσωτερικές τους κατηγορίες.
Έχουν έως ένα βαθμό επίγνωση της ψυχολογικής τους ευθραυστότητας. Φοβούνται ότι θα καταρρεύσουν, ότι θα χάσουν την αυτοεκτίμησή τους ή τη συνοχή του εαυτού τους (για παράδειγμα όταν δέχονται κριτική) και ότι ξαφνικά θα αισθανθούν σαν να μην είναι τίποτα.
Αισθάνονται ότι η ταυτότητά τους είναι πάρα πολύ εύθραυστη για να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της και να αντέξει στις έντονες δοκιμασίες. Συχνά, ο φόβος του θρυμματισμού του εσωτερικού τους εαυτού μετατίθεται σε μια υπερβολική ενασχόληση με τη σωματική τους υγεία. Έτσι, τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή στην υποχονδρία και τη θανατοφοβία.
Προσπαθούν να οικοδομήσουν μια θετική αίσθηση του εαυτού τους πάνω στην αυταπάτη ότι δεν έχουν ατέλειες και ότι δεν βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, φοβούνται ότι η παραδοχή ενοχής ή εξάρτησης από τους άλλους επιδεικνύει κάτι που είναι πραγματικά αξιοκαταφρόνητο.
Εξ ορισμού, η κλινική διάγνωση της ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας στηρίζεται στην παρατήρηση του κλινικού ότι ο ασθενής χρειάζεται εξωτερική επιβεβαίωση για να νιώσει ότι έχει εσωτερική αξία.