Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία και το Imperial College του Λονδίνου εξέτασαν πάνω από το 85 τοις εκατό των 3.000 κατοίκων της ιταλικής πόλης Vo τον Φεβρουάριο / Μάρτιο του 2020 για μόλυνση με SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί την COVID-19 και επανέλαβαν την εξέταση τον Μάιο και τον Νοέμβριο του 2020 για να ελέγξουν τα επίπεδα αντισωμάτων κατά του ιού.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι το 98,8 τοις εκατό των ατόμων που μολύνθηκαν τον Φεβρουάριο / Μάρτιο εμφάνισαν ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων τον Νοέμβριο και δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των ατόμων που είχαν εμφανίσει συμπτώματα της COVID-19 και εκείνων που ήταν ασυμπτωματικοί. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν εχθές (19 Ιουλίου 2021) στο περιοδικό Nature Communications.
Τα επίπεδα αντισωμάτων παρακολουθήθηκαν χρησιμοποιώντας τρεις δοκιμές που ανιχνεύουν διαφορετικούς τύπους αντισωμάτων που ανταποκρίνονται σε διαφορετικά μέρη του ιού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ενώ όλοι οι τύποι αντισωμάτων παρουσίασαν κάποια μείωση μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου, ο ρυθμός αποσύνθεσης ωστόσο ήταν διαφορετικός ανάλογα με τον προσδιορισμό.
Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων αυξάνονται σε μερικούς ανθρώπους, υποδηλώνοντας πιθανές επαναμολύνσεις από τον ιό, που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Dr Ilaria Dorigatti, από το MRC Center for Global Infectious Disease Analysis and το Abdul Latif Jameel Institute for Disease and Emergency Analytics (J-IDEA) στο Imperial, δήλωσε: “Δεν βρήκαμε στοιχεία ότι τα επίπεδα αντισωμάτων μεταξύ συμπτωματικών και ασυμπτωματικών λοιμώξεων διαφέρουν σημαντικά, υποδηλώνοντας ότι η ισχύς της ανοσοαπόκρισης δεν εξαρτάται από τα συμπτώματα και τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Ωστόσο, η μελέτη μας δείχνει ότι τα επίπεδα αντισωμάτων ποικίλλουν, μερικές φορές σημαντικά, ανάλογα με τη δοκιμασία που χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνεσευση. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται προσοχή κατά τη σύγκριση εκτιμήσεων των επιπέδων μόλυνσης σε έναν πληθυσμό που λαμβάνεται από διαφορετικά μέρη του κόσμου με διαφορετικές δοκιμές και σε διαφορετικούς χρόνους”.
Ο καθηγητής Enrico Lavezzo, από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, δήλωσε: “Οι δοκιμές του Μαΐου έδειξαν ότι το 3,5 τοις εκατό του πληθυσμού της Vo είχε εκτεθεί στον ιό, παρόλο που όλα αυτά τα άτομα δεν γνώριζαν ότι είχαν μολυνθεί, δεδομένου του μεγάλου ποσοστού των ασυμπτωματικών. Ωστόσο, κατά την παρακολούθηση, η οποία πραγματοποιήθηκε περίπου εννέα μήνες μετά το ξέσπασμα, διαπιστώσαμε ότι τα αντισώματα ήταν λιγότερα, οπότε πρέπει να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τη διατήρηση των αντισωμάτων για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα”.
Η ομάδα διερεύνησε επίσης την μεταδότικότητα του ιού εντός του νοικοκυριού για να εκτιμήσει πόσο πιθανό είναι ένα μολυσμένο μέλος να μεταδώσει τη μόλυνση στο σπίτι. Βάσει των ευρημάτων, 1 στις 4 είναι η πιθανότητα ένα άτομο που έχει μολυνθεί με SARS-CoV-2 να μεταδώσει τη λοίμωξη σε ένα μέλος της οικογένειας.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο ένα μολυσμένο άτομο μπορεί να μεταδόσει τον ιό στην κοινότητα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι παράγοντες συμπεριφοράς είναι καθοριστικοί για τον έλεγχο της επιδημίας. Η φυσική απόσταση, καθώς και ο περιορισμός του αριθμού των επαφών και η χρήση μάσκας εξακολουθούν να είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης ακόμη και σε πληθυσμούς υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης.
Σύμφωνα μάλιστα με τους επιστήμονες της εν λόγω μελέτης, τα ευρήματα δείχνουν ότι ελλείψει των περιοριστικών μέτρων και των lockdowns, από μόνο του το μέτρο της διερεύνησης και ανίχνευσης των ύποπτων επαφών δεν θα ήταν αρκετό για την καταστολή της επιδημίας.
Η Δρ Dorigatti υπογράμμισε: “Είναι σαφές ότι η επιδημία δεν έχει τελειώσει, ούτε στην Ιταλία ούτε στο εξωτερικό. Πιστεύω ότι είναι θεμελιώδους σημασίας να συνεχίσουμε τη χορήγηση πρώτων και δεύτερων δόσεων εμβολίου καθώς και να ενισχύσουμε την παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένης της ανίχνευσης των ύποπτων επαφών. Η ενθάρρυνση της τήρησης των μέτρων ατομικής ευθύνης και προστασίας κατά του SARS-CoV-2 παραμένει απαραίτητη”, υπογράμμισε.