Επιστήμονες παγκοσμίως εκφράζουν την ανησυχία τους ότι ασθενείς με ΟΕΜ αγνοούν τα συμπτώματα λόγω του φόβου εκθέσεως στον SARS-CoV-2 σε περίπτωση που καλέσουν ασθενοφόρο ή επισκεφτούν το τμήμα επειγόντων περιστατικών. Η ανησυχία αυτή επιβεβαιώθηκε από μελέτη σε νοσοκομείο του Χονγκ Κονγκ, όπου παρατηρήθηκε σημαντική αργοπορία τόσο στην προσέλευση των ασθενών με STEMI όσο και στους χρόνους αντιμετώπισης-επαναιμάτωσης συγκριτικά με τους αντίστοιχους χρόνους 2 χρόνια πριν.
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα έγκειται στη θέση της θρομβόλυσης την εποχή της πανδημίας COVID-19. Η ανωτερότητα της πρωτογενούς αγγειοπλαστικής έναντι της θρομβόλυσης είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Η αυξημένη πιθανότητα έκθεσης του προσωπικού στον ιό λόγω έλλειψης αρνητικής πιέσεως σε πολλά αιμοδυναμικά εργαστήρια και η αυξημένη δυσκολία λεπτών χειρισμών κατά τη διάρκεια της αγγειοπλαστικής από τον επεμβατικό καρδιολόγο λόγω του απαραίτητου προστατευτικού εξοπλισμού θα μπορούσαν να κάνουν τη διαδικασία της θρομβόλυσης μια δελεαστική εναλλακτική λύση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με την πρωτογενή αγγειοπλαστική στην προσπάθεια επίτευξης της βασικής αρχής «ο χρόνος είναι μυοκάρδιο».
Ωστόσο φαίνεται ότι και στην εποχή της COVID-19 η θρομβόλυση υπολείπεται της αγγειοπλαστικής, λαμβάνοντας υπόψη τον αιμορραγικό κίνδυνο, καθώς και ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών που θα υποβληθούν σε θρομβόλυση θα οδηγηθούν τελικά στο αιμοδυναμικό εργαστήριο και θα χρειαστούν μεγαλύτερο χρόνο νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Έτσι η επιστημονική κοινότητα φαίνεται να περιορίζει τη χρήση της σε περιστατικά με βαριά κλινική εικόνα (π.χ. με ασθενείς με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας ή πολυοργανική ανεπάρκεια), καθώς και σε ασθενείς που αναζητούν ιατρική φροντίδα σε κέντρα που δεν έχουν διαθέσιμο αιμοδυναμικό εργαστήριο.
Επιπλέον, μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση είναι η χρήση της ρομποτικά καθοδηγούμενης αγγειοπλαστικής, καθώς έτσι θα μπορούσε να μειωθεί η πιθανότητα έκθεσης του προσωπικού στον νέο κοροναϊό. Ωστόσο περισσότερες τυχαιοποιημένες μελέτες χρειάζονται να διενεργηθούν ώστε να αποδειχτούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της πολλά υποσχόμενης αυτής νέας μεθόδου, συγκριτικά με την παραδοσιακή αγγειοπλαστική.
Συμπερασματικά, είναι σημαντικό οι ασθενείς με συμπτώματα ΟΕΜ να αναζητούν ιατρική φροντίδα άμεσα και να θεραπεύονται καταλλήλως κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Ωστόσο είναι απαραίτητο το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό να παρέχει την προβλεπόμενη φροντίδα, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα ώστε να προληφθεί η διασπορά του ιού SARS-CoV-2.