Επιστημονικά Νέα

Κοινές γενετικές παραλλαγές και γονίδια στις ημικρανίες και τον διαβήτη τύπου 2, επιβεβαιώνει μελέτη

Κοινές γενετικές παραλλαγές και γονίδια στις ημικρανίες και τον διαβήτη τύπου 2, επιβεβαιώνει μελέτη
Έτσι, είναι απαραίτητο οι επαγγελματίες υγείας να λαμβάνουν υπόψη την παρουσία ημικρανιών σε συνδυασμό με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη γλυκόζη κατά την αξιολόγηση και τη θεραπεία των ασθενών.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Οι ημικρανίες και οι ασθένειες που σχετίζονται με τη γλυκόζη όπως ο διαβήτης τύπου 2, είναι ευρέως γνωστό ότι αποτελούν κοινές συνυπάρχουσες διαταραχές. Τώρα, επιστήμονες γενετικής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ (QUT) της Αυστραλίας επιβεβαίωσαν και την ύπαρξη γενετικών παραλλαγών και γονιδίων που είναι κοινά στις διαταραχές αυτές. Το νέο εύρημα θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών. Ο καθηγητής Ντέιλ Νάιχολτ και ο διδακτορικός ερευνητής Ραφικούλ Ισλάμ από το QUT διεξήγαγαν αρχικά μια ανασκόπηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας σχετικά με τη συννοσηρότητα της ημικρανίας και των διαταραχών που σχετίζονται με τη γλυκόζη. Η επιστημονική ομάδα βρήκε αδιάσειστα στοιχεία που επιβεβαίωναν τις βιολογικές συσχετίσεις και τις κοινές γενετικές επιρροές μεταξύ της ημικρανίας, της κεφαλαλγίας και των ασθενειών που σχετίζονται με τη γλυκόζη. Στη συνέχεια, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια μελέτη συσχέτισης σε επίπεδο γονιδιώματος, σε συνεργασία με τη Διεθνή Κοινοπραξία Γενετικής Κεφαλαλγίας (IHGC).

«Από τα εννέα γλυκαιμικά χαρακτηριστικά που εξετάσαμε, βρήκαμε σημαντική γενετική συσχέτιση για την ινσουλίνη νηστείας (επίπεδο ινσουλίνης στο αίμα) και τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη τόσο με την ημικρανία όσο και με τον πονοκέφαλο, ενώ η γλυκόζη δύο ωρών συσχετίστηκε γενετικά μόνο με την ημικρανία», δήλωσε ο Ραφικούλ Ισλάμ. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι τα υψηλά επίπεδα μιας ορμόνης που ονομάζεται προϊνσουλίνη μπορεί να συμβάλλουν στην προστασία από την εμφάνιση πονοκεφάλων. Επιπλέον, ανακάλυψαν νέα στοιχεία για την υποκείμενη βιολογία που επηρεάζει την ημικρανία, τον πονοκέφαλο και τα γλυκαιμικά χαρακτηριστικά. Τα γονίδια, οι τόποι και τα μονοπάτια που είναι υπεύθυνα για αυτά τα χαρακτηριστικά που εντοπίστηκαν στη μελέτη, μπορούν να χρησιμεύσουν ως σημαντικοί στόχοι για περαιτέρω έρευνες. Αυτό μπορεί να επιτρέψει στους ερευνητές να αποκαλύψουν τους ακριβείς μοριακούς μηχανισμούς που συμβάλλουν στη συννοσηρότητα της ημικρανίας και στις διαταραχές που σχετίζονται με τη γλυκόζη.

Οι επιστήμονες, ωστόσο, παραδέχονται ότι η μελέτη τους έχει ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, διεξήχθη σε πληθυσμούς ευρωπαϊκής καταγωγής και δεν είναι βέβαιο πώς η έρευνα και τα ευρήματά της ισχύουν και για τους πληθυσμούς μη ευρωπαϊκής καταγωγής. Για τη σύγκριση των πονοκεφάλων με τη γλυκόζη και με τον διαβήτη τύπου 1 χρησιμοποιήθηκαν κάποια επικαλυπτόμενα δείγματα, για αυτό και οι περαιτέρω μελέτες θα πρέπει να επιβεβαιώσουν τα σχετικά ευρήματα. Επίσης, δεν υπάρχουν επαρκείς γενετικές παραλλαγές για ορισμένα γλυκαιμικά χαρακτηριστικά. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, ωστόσο, είναι πολλά υποσχόμενα και απαιτείται παγκόσμια συνεργασία επί του θέματος. Η γενετική έρευνα σε αυτά τα συνυπάρχοντα χαρακτηριστικά μπορεί ενδεχομένως να αποκαλύψει νέους βιοδείκτες και θεραπευτικούς στόχους και να παράσχει βαθύτερη κατανόηση των βιολογικών τους δεσμών. Έτσι, είναι απαραίτητο οι επαγγελματίες υγείας να λαμβάνουν υπόψη την παρουσία ημικρανιών σε συνδυασμό με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη γλυκόζη κατά την αξιολόγηση και τη θεραπεία των ασθενών.