Τέσσερις στους δέκα θανάτους στη χώρα οφείλονται σε νοσήματα του κυκλοφοριακού συστήματος, και ένας στους τέσσερις σε καρκίνο.
Έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αποκαλύπτει αύξηση των θανάτων από καρκίνο, από αναπνευστικά νοσήματα και ψυχικές-νευρολογικές διαταραχές. Ωστόσο πρώτη αιτία θανάτου αποτελούν τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, κυρίως καρδιακά και εγκεφαλικά.
Συνολικά ο αριθμός των θανάτων στην Ελλάδα το 2014 αυξήθηκε οριακά σε σχέση με το 2013, κατά 1,7%. Συγκεκριμένα από το 2014 καταγράφηκαν 113.740 θάνατοι (58.546 άνδρες και 55.194 γυναίκες), έναντι 111.794 (57.630 άντρες και 54.164 γυναίκες) το 2013. Ειδικότερα, οι κυριότερες αιτίες θανάτου ήταν: τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος -κυρίως καρδιακά και εγκεφαλικά- από τα οποία 45.859 συμπολίτες μας έχασαν τη ζωή τους.
Ακολουθούν οι θάνατοι από νεοπλάσματα που ανήλθαν σε 29.155 (με συχνότερους τους θανάτους από καρκίνο του πεπτικού συστήματος, του πνεύμονα και του προστάτη)
12.231 ήταν οι θάνατοι από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος.
Την τελευταία δεκαπενταετία αυξάνονται σταθερά οι θάνατοι από νεοπλασματικές νόσους, από 23.775 που καταγράφηκαν το 2000 σε 29.155, ενώ σημαντική αύξηση καταγράφεται και στους θανάτους του αναπνευστικού συστήματος από 7.994 το 2000 σε 12.231 το 2014.
Αυξημένοι είναι οι θάνατοι από ψυχικές διαταραχές (από 84 το 2000 σε 669 το 2014) και από νοσήματα του νευρικού συστήματος (από 1.348 σε 2.533).
Μείωση εμφανίζουν οι θάνατοι από νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, από 52.283 το 2000 έχουν μειωθεί σε 45.859 το 2014, με τα εγκεφαλικά να σκοτώνουν όλο και λιγότερους Έλληνες (το 2000 καταγράφηκαν 18.753 θάνατοι από εγκεφαλικά έναντι 14.279 το 2014).
Στο μισό έχουν μειωθεί σε σχέση με το 2000 και οι θάνατοι από δυστυχήματα με μεταφορικά μέσα (από 2.288 σε 1.025 το 2014).
Αύξηση καταγράφηκε το 2014 στον αριθμό των αυτοκτονιών στην Ελλάδα, μία τάση που παρατηρείται από το 2011. Ο αριθμός από αυτοκτονίες όπως αυτές χαρακτηρίστηκαν από τις Ιατροδικαστικές και Ανακριτικές αρχές ανήλθαν το 2014 σε 565 (450 άνδρες και 115 γυναίκες) έναντι 533 το 2013 και 382 το 2000.