Καρδιαγγειακή Θνησιμότητα: Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν αποκαλύπτει ότι η συμπερίληψη πληροφοριών για το βάρος γέννησης των απογόνων από τις επόμενες γεννήσεις των γυναικών, είναι χρήσιμη για τον προσδιορισμό του μακροπρόθεσμου κινδύνου μιας γυναίκας να πεθάνει από καρδιαγγειακά αίτια. Η γνώση της σχέσης μεταξύ του βάρους γέννησης των απογόνων και της μακροπρόθεσμης θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα (CVD) της μητέρας βασίζεται συχνά στα πρωτότοκα βρέφη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διαδοχικές γεννήσεις των γυναικών.
“Αυτές οι πιθανές σχέσεις μελετώνται, επίσης, λιγότερο προσεκτικά μεταξύ των γυναικών με τελειόμηνο τοκετό”, λέει η Yeneabeba Sima, πρώτη συγγραφέας του άρθρου που μόλις δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘Αμερικανική Επιθεώρηση Επιδημιολογίας’ (American Journal of Epidemiology). Χρησιμοποιώντας συνδεδεμένα δεδομένα από το ιατρικό μητρώο γεννήσεων και το μητρώο αιτιών θανάτου, οι ερευνητές αξιολόγησαν τη μακροπρόθεσμη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα με βάση τα πρότυπα βάρους γέννησης των απογόνων μεταξύ γυναικών με αυθόρμητους και κλινικά επιβεβλημένους τελειόμηνους τοκετούς από το 1967-2020. “Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες με πρώτο απόγονο φυσιολογικού βάρους και μικρό δεύτερο απόγονο είχαν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας, ενώ μειωμένο κίνδυνο αν ο δεύτερος απόγονος ήταν μεγάλος”. Αυτό ίσχυε τόσο για τις γυναίκες με αυθόρμητους όσο και με κλινικά επιβεβλημένους τοκετούς.
“Οι αλλαγές στα τεταρτημόρια του βάρους γέννησης των απογόνων από την πρώτη στη δεύτερη εγκυμοσύνη προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ετερογένεια του μελλοντικού κινδύνου των γυναικών για θάνατο από καρδιαγγειακά νοσήματα”, καταλήγει ο ερευνητής.