Οι ερευνητές διαπίστωσαν αύξηση του διαβήτη σε όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Ωστόσο, οι μη Ισπανόφωνοι Μαύροι επλήγησαν ιδιαίτερα από την ασθένεια, με σχεδόν το 16% των συμμετεχόντων να αναφέρουν διάγνωση διαβήτη τύπου 2. Περισσότεροι από ένας στους πέντε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν τη νόσο. Η ίδια ηλικιακή ομάδα είχε περισσότερες από 10 φορές πιθανότητες να διαγνωστεί με διαβήτη σε σύγκριση με άτομα ηλικίας 18 έως 24 ετών. Τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών είχαν πάνω από πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να λάβουν τη διάγνωση.
Η μελέτη αποκάλυψε επίσης ότι τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα είχαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα διαβήτη σε σύγκριση με τους οικονομικά ισχυρότερους συνομηλίκους τους. Τα άτομα με υψηλά εισοδήματα ήταν 41% λιγότερο πιθανό να διαγνωστούν με τη νόσο, ενώ εκείνοι με ανώτατη εκπαίδευση ήταν 24% λιγότερο πιθανό να λάβουν διάγνωση διαβήτη.
«Ο διαβήτης αυξάνεται καθημερινά στις ΗΠΑ και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια», δήλωσε ο Sulakshan Neupane, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Ο διαβήτης κοστίζει περίπου 412 δισεκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών εξόδων και των έμμεσων εξόδων όπως η απώλεια παραγωγικότητας. Αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό και θα αυξηθεί καθώς διαγιγνώσκονται περισσότεροι άνθρωποι με τη νόσο».
Η μελέτη υπογράμμισε επίσης τις γεωγραφικές διαφορές στη συχνότητα του διαβήτη, με τις περιοχές του Νότου και της Μεσοδυτικής Αμερικής να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Το Αρκάνσας, το Κεντάκι και η Νεμπράσκα ανέφεραν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στη συχνότητα του διαβήτη, ενώ δέκα πολιτείες κατέγραψαν αύξηση 25% ή περισσότερο κατά την περίοδο της μελέτης.
Τέλος, η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνδέθηκαν με υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Ο Neupane τόνισε τη σημασία της ταυτοποίησης αυτών των παραγόντων κινδύνου και της λήψης μέτρων για τον περιορισμό τους, όπως η υγιεινή διατροφή, η διατήρηση ενός ενεργού τρόπου ζωής και η απώλεια βάρους.