Σύμφωνα με μια νέα σουηδοαμερικανική επιστημονική έρευνα, οι γυναίκες που είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες τόσο πριν την εγκυμοσύνη, όσο και κατά τη διάρκειά της, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να χάσουν το μωρό τους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, τουλάχιστον ένας στους δέκα θανάτους βρεφών (ποσοστό 11%) οφείλεται στο γεγονός ότι η έγκυος μητέρα είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη. Τις καλύτερες πιθανότητες για μια φυσιολογική γέννα έχουν οι γυναίκες με φυσιολογικό βάρος πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Στέφαν Γιόχανσον της Μονάδας Κλινικής Επιδημιολογίας του Τμήματος Ιατρικής του πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 1,8 εκατομμύρια τοκετούς κατά την περίοδο 1992 – 2010.
Οι γυναίκες κατατάχθηκαν σε κατηγορίες ανάλογα με το δείκτη σωματικής μάζας τους στην αρχή της εγκυμοσύνης: λιποβαρείς (κάτω του 18,5), φυσιολογικό βάρος (18,5 έως 25), υπέρβαρες (25 έως 30), παχύσαρκες πρώτου βαθμού (30 – 35), παχύσαρκες δευτέρου βαθμού (35 – 40) και παχύσαρκες τρίτου βαθμού (άνω του 40).
Ο δείκτης προκύπτει από τη διαίρεση του βάρους σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (π.χ. 65 κιλά δια 1,60 μέτρα Χ 1,60 μέτρα=25,4).
Οι συνήθεις αιτίες θνησιμότητας των μωρών είναι γενετικές, ασφυξία, λοιμώξεις, σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου κ.α. Συνολικά καταγράφηκαν 5.428 θάνατοι στη διάρκεια της μελέτης (ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας 2,9 ανά 1.000). Τα δύο τρίτα των θανάτων συνέβησαν μέσα στις πρώτες 28 ημέρες ζωής του παιδιού.
Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο βάρος της εγκύου και στον κίνδυνο θανάτου του μωρού της. Έτσι, ενώ για τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος οι θάνατοι των μωρών ήσαν 2,4 ανά 1.000 παιδιά, στις πιο παχύσαρκες γυναίκες (τρίτου βαθμού) το ποσοστό θανάτων ήταν περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο (5,8 θάνατοι ανά 1.000 παιδιά).