Το πρώτο μωρό το οποίο μπόρεσε να γεννηθεί χάρη στη μεταμόσχευση μήτρας σε γυναίκα που έπασχε από στειρότητα, με το μόσχευμα να προέρχεται από μια νεκρή δότρια, ήλθε στη ζωή πέρυσι στη Βραζιλία, αποκαλύπτει άρθρο που δημοσιεύει το επιστημονικό περιοδικό The Lancet.
Επτά μήνες μετά τη γέννησή του, το μωρό, ένα κοριτσάκι, τα πήγαινε πολύ καλά, ζύγιζε 7,2 κιλά και τρεφόταν ακόμη με θηλασμό από τη μητέρα, η οποία επίσης χαίρει άκρας υγείας, διευκρινίζει το άρθρο, προϊόν μελέτης του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Σάο Πάολο, όπου έγινε η μεταμόσχευση το 2016. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η μεταμόσχευση της μήτρας μιας νεκρής δότριας επέτρεψε να γίνει μια επιτυχημένη κύηση, ενώ επρόκειτο επίσης για την πρώτη μεταμόσχευση μήτρας στη Λατινική Αμερική.
Μετά την πρώτη μεταμόσχευση μήτρας, με το μόσχευμα να προέρχεται από δότρια εν ζωή, η οποία έγινε το 2013 στη Σουηδία, έχουν γίνει παγκοσμίως άλλες 39 τέτοιες επεμβάσεις, από τις οποίες 11 οδήγησαν σε γεννήσεις παιδιών. Όλες οι μεταμοσχεύσεις μήτρας στις οποίες οι δότριες είχαν ήδη αποβιώσει, περίπου δέκα τον αριθμό, που έγιναν στις ΗΠΑ, στην Τσεχία και στην Τουρκία, είχαν αποτύχει ως αυτή την παγκόσμια πρωτιά.
«Η καταφυγή σε δότριες που έχουν αποβιώσει μπορεί να διευρύνει σημαντικά την πρόσβαση σε αυτή τη θεραπεία, καθώς τα αποτελέσματά μας προσφέρουν την απόδειξη ότι μπορεί να είναι επιτυχής, για να προσφερθεί έτσι μια νέα επιλογή σε γυναίκες που πλήττονται από στειρότητα οφειλόμενη σε παθήσεις της μήτρας», υπογράμμισε ο γυναικολόγος Δρ. Ντάνι Άιζενμπεργκ, επικεφαλής της μελέτης του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Σαν Πάουλου και βασικός συγγραφέας του άρθρου που δημοσιεύει το Λάνσετ.
Η μοναδική κύηση που είχε σημειωθεί έπειτα από μεταθανάτια μεταμόσχευση μήτρας «χρονολογείτο το 2011», είχε γίνει «στην Τουρκία» και είχε καταλήξει σε αποτυχία εξαιτίας αποβολής, παρατηρεί ο Δρ. Στρέτζαν Σάσο της σχολής μαιευτικής του Imperial College του Λονδίνου. Αυτή η μέθοδος «παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη μεταμόσχευση από ζωντανή δότρια», αφού «η δεξαμενή των δοτριών είναι πολύ μεγαλύτερη», ενώ οι επεμβάσεις αυτές είναι «λιγότερο ακριβές» και αποφεύγουν κάθε «κίνδυνο για μια ζωντανή δότρια», εξήγησε.