Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που έχουν αποκτήσει πολλά παιδιά έχουν ελαφρώς μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης και είναι ευάλωτες σε διάφορες παθήσεις, συγκριτικά με γυναίκες που δεν έχουν πολλούς απογόνους.
Στοιχεία έχουν δείξει ότι γυναίκες με πάνω από τέσσερα ή πέντε παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο από συγκεκριμένες παθήσεις, αλλά οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν γιατί συμβαίνει αυτό. Σύμφωνα με νέα μελέτη των ερευνητών του Πανεπιστημίου Northwestern, οι πολλαπλές εγκυμοσύνες ενδεχομένως να προκαλούν ταχύτερη γήρανση των κυττάρων του γυναικείου οργανισμού.
Οι επιστήμονες μελέτησαν δύο διαφορετικούς δείκτες κυτταρικής γήρανσης, το μήκος των τελομερών και την επιγενετική ηλικία, σε δείγμα χιλιάδων νεαρών γυναικών με διαφορετικό αναπαραγωγικό ιστορικό στις Φιλιππίνες.
Η κυτταρική γήρανση ήταν ταχύτερη κατά 0,5 έως 2 χρόνια για κάθε επιπλέον κύηση, μια σημαντική επίδραση. Ένα μη αναμενόμενο εύρημα της μελέτης ήταν ότι οι γυναίκες με πρόσφατη κύηση είχαν κύτταρα που έμοιαζαν νεότερα.
«Το μήκος των τελομερών και η επιγενετική ηλικία είναι κυτταρικοί δείκτες που προβλέπουν την θνησιμότητα και φαίνονται “μεγαλύτεροι” σε γυναίκες που είχαν πολλές κυήσεις στο αναπαραγωγικό ιστορικό τους. Ακόμα και όταν συνεκτιμήσαμε άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την κυτταρική γήρανση, ο αριθμός των κυήσεων εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχος», σχολιάζει ο Δρ Ράιαν, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Η μελέτη έδειξε ότι οι κυτταρικές αλλαγές κατά την κύηση, σχετίζονται πιθανόν με τις προσαρμοστικές αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας. Δεν είναι ωστόσο ξεκάθαρο αν οι συσχετισμοί εμμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας. Επίσης, δεν είναι γνωστό αν αυτές οι αλλαγές τελικά οδηγούν σε λιγότερο επιθυμητά μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας.
«Παραδόξως, αν και η βιολογική ηλικία μιας γυναίκα με κάθε παιδί επιπλέον που είχε ήταν μεγαλύτερη, αν ήταν έγκυος όταν γινόταν η μέτρηση, τότε η επιγενετική ηλικία της και σε μικρότερο βαθμό τα τελομερή της έδειχναν νεότερα από ότι η χρονολογική της ηλικία», εξηγεί ο Δρ Κουζαβα, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Northwestern.