Οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία (19-31 ετών) και έχουν πολυκυστικές ωοθήκες και υπερβολικό βάρος, είναι πιθανό να εμφανίσουν άσθμα, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας στη Βοστώνη.
«Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών υποφέρει από άσθμα και τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι το άσθμα σχετίζεται με τις πολυκυστικές και το υπερβολικό βάρος» επεσήμανε η Anju Elizabeth Joham, ενδοκρινολόγος και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Monash στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Η ερευνητική ομάδα επέλεξε τυχαία 9.145 γυναίκες διαφόρων ηλικιών από 58.000 που είχαν επισκεφτεί κάποιο νοσοκομείο τα τελευταία 20 χρόνια. Στις γυναίκες ηλικίας 28 έως 33 ετών ο επιπολασμός του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών ήταν 5,8%. Και μεταξύ των γυναικών που είχαν πολυκυστικές, το 15,2% αυτών είχαν άσθμα. Το αντίστοιχο ποσοστό εμφάνισης άσθματος σε γυναίκες χωρίς πολυκυστικές ήταν 10,6%. Και στις δύο ομάδες, όλες οι γυναίκες που είχαν άσθμα είχαν υπερβολικό βάρος.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Με τον όρο πολυκυστικές ωοθήκες περιγράφουμε εκείνες τις ωοθήκες που περιέχουν πολλές μικρές κύστες, οι οποίες συνήθως δεν ξεπερνούν τα 8 χιλιοστά σε μέγεθος και που εντοπίζονται τις πιο πολλές φορές ακριβώς κάτω από την επιφάνεια της ωοθήκης. Οι μικρές αυτές κύστες είναι ωοθυλάκια που περιέχουν ωάρια, λόγω όμως ορμονικών διαταραχών, τα ωοθυλάκια αυτά δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως και παρουσιάζουν στασιμότητα στη πορεία εξέλιξης τους. Οι πολυκυστικές ωοθήκες είναι συχνές στις γυναίκες και απαντώνται περίπου στο 20 – 30% των γυναικών.
Το άσθμα
To άσθμα είναι μια κοινή χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών που χαρακτηρίζεται από διάφορα επαναλαμβανόμενα συμπτώματα, μεταβλητή στένωση των αεραγωγών και βρογχόσπασμο. Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται: συριγμός, βήχας, αίσθημα σύσφιξης στο θώρακα και δύσπνοια. Εικάζεται ότι το άσθμα προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ο επιπολασμός του άσθματος έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του ’70. Από το 2011 έχουν αναφερθεί παγκοσμίως 235-300 εκατομμύρια κρούσματα συμπεριλαμβανομένων και περίπου 250.000 θανάτων.