Η υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τη μητέρα. Οι γυναίκες που παίρνουν πολλά κιλά στην εγκυμοσύνη μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών κατά τον τοκετό. Αυτό είναι το συμπέρασμα μίας νέας, μεγάλης μελέτης, στην οποία αναλύθηκαν στοιχεία από περισσότερο από μισό εκατομμύριο τοκετούς.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα ποσοστά καρδιακής ανεπάρκειας, σοβαρής υπέρτασης (εκλαμψίας), πνευμονικού οιδήματος, μετάγγισης αίματος και υποστήριξης της αναπνοής, ήταν υψηλότερα στις εγκύους που είχαν πάρει 8,5 ή περισσότερα κιλά πάνω από τα συνιστώμενα. «Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μεγάλη αύξηση στη μητρική θνησιμότητα στις ΗΠΑ», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Marissa Platner, επίκουρη καθηγήτρια Μαιευτικής & Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory, στην Ατλάντα. «Θελήσαμε να εξετάσουμε τους παράγοντες κινδύνους που συμβάλλουν σε αυτήν και διαπιστώσαμε ότι η αύξηση του σωματικού βάρους κατά την κύηση είναι ένας παράγοντας που μπορούμε να επηρεάσουμε».
Πόσα κιλά επιτρέπεται να πάρει η έγκυος
Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες, τα κιλά που μπορεί να πάρει η γυναίκα κατά την εγκυμοσύνη εξαρτώνται από τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) που έχει κατά την σύλληψη. Ο ΔΜΣ υπολογίζεται όταν διαιρεθεί το νυν βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα). Αναλόγως με το πηλίκο, το σωματικό βάρος ταξινομείται ως εξής:
- • Κάτω από 18,5 = λιποβαρές άτομο (επικίνδυνα χαμηλό σωματικό βάρος)
- • Από 18,5 έως 24,9 = φυσιολογικό βάρος
- • Από 25 έως 29,9 = υπέρβαρο άτομο
- • Από 30 και πάνω = παχύσαρκο άτομο
Έτσι, λοιπόν, το εύρος βάρους που μπορεί να πάρει μία γυναίκα η οποία κυοφορεί ένα έμβρυο είναι (για τελειόμηνη κύηση):
- • Αν είναι λιποβαρής: 13 έως 18 κιλά
- • Αν έχει φυσιολογικό βάρος: 11 έως 16
- • Αν είναι υπέρβαρη: 7 έως 11
- • Αν είναι παχύσαρκη: 5 έως 9
Για τις γυναίκες που κυοφορούν δίδυμα, συνιστώνται περισσότερα κιλά:
- • Για όσες έχουν φυσιολογικό βάρος: 17 έως 24
- • Για όσες είναι υπέρβαρες: 14 έως 23
- • Για τις παχύσαρκες: 11 έως 19.
Τι ισχύει στην πραγματικότητα
Οι συστάσεις αυτές, όμως, καταστρατηγούνται σε μεγάλο βαθμό. Μελέτες στις ΗΠΑ, λ.χ., έχουν δείξει ότι μία στις δύο εγκύους παίρνουν περισσότερα κιλά από αυτά. Αυτό ισχύει κυρίως για όσες ήσαν υπέρβαρες ή παχύσαρκες πριν μείνουν έγκυοι. Η νέα μελέτη βασίσθηκε σε στοιχεία από 515.148 μονήρεις κυήσεις που κατέληξαν σε τοκετό την περίοδο 2008-2012. Όλοι οι τοκετοί έγιναν στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Όπως έδειξαν οι ιατρικοί φάκελοι των γυναικών:
- • Το περίπου 25% πήραν κατά την εγκυμοσύνη λιγότερο βάρος από το συνιστώμενο.
- • Το περίπου 35% πήραν όσα κιλά συνιστώνται
- • Το περίπου 32% πήραν 0,5 έως 8,5 κιλά περισσότερα απ’ όσα συνιστώνται
- • Το 8% πήραν κατά την εγκυμοσύνη τουλάχιστον 9 κιλά περισσότερα από το συνιστώμενο.
Συνολικά, οι δύο τελευταίες ομάδες με τα πολλά πρόσθετα κιλά είχαν υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών κατά τον τοκετό.
Παραδείγματος χάριν, οι γυναίκες αυτές είχαν τετραπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιακή ανεπάρκεια κατά τον τοκετό. Είχαν επίσης 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να χρειασθούν υποστήριξη της αναπνοής, απ’ ό,τι οι γυναίκες που δεν είχαν πάρει πολλά κιλά. «Οι συσχετίσεις αυτές παρατηρήθηκαν σε όλο το φάσμα του σωματικού βάρους των γυναικών», τόνισε η Dr. Platner. «Με άλλα λόγια, αυξημένο κίνδυνο διέτρεχαν και οι γυναίκες οι οποίες είχαν φυσιολογικό βάρος όταν έμειναν έγκυοι. Επομένως, δεν πρέπει να εστιάζουμε μόνο στις υπέρβαρες και τις παχύσαρκες, όταν τις συμβουλεύουμε για τα κιλά που μπορούν να πάρουν στην εγκυμοσύνη».
Ωστόσο οι περισσότερες επιπλοκές, ως απόλυτος αριθμός, παρατηρήθηκαν στις γυναίκες που ήσαν ήδη παχύσαρκες πριν μείνουν έγκυοι, πρόσθεσε. Οι αυξήσεις που παρατηρήθηκαν με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους ήταν 2,1 και 6 κρούσματα σοβαρών επιπλοκών περισσότερα ανά 1.000 τοκετούς. Τα 2,1 επιπλέον κρούσματα ανά 1.000 τοκετούς αφορούσαν τις γυναίκες που πήραν 0,5-8,5 κιλά παραπάνω από το συνιστώμενο. Και τα 6 κρούσματα ανά 1.000 τοκετούς, όσες πήραν πάνω από 9 κιλά περισσότερα από το συνιστώμενο. Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στο τεύχος της 1ης Μαρτίου 2019 της ιατρικής επιθεωρήσεως Obstetrics & Gynecology.