Οι γυναίκες που γεννούν 4 ή περισσότερα παιδιά είναι πιο πιθανό να έχουν καρδιαγγειακές μεταβολές που μπορεί να είναι πρώιμοι δείκτες της καρδιακής νόσου σε σχέση με τις γυναίκες που έχουν γεννήσει λιγότερα παιδιά.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του UT Southwestern Medical Center, η εγκυμοσύνη, η οποία γενικά εμφανίζεται νωρίς στη ζωή μιας γυναίκας, μπορεί να προσφέρει γνώσεις για το μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο μιας γυναίκας.
Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν για το Dallas Heart Study, μια προηγούμενη ποσοτική έρευνα, οι ερευνητές συνέκριναν τον αριθμό των γεννήσεων που αναφέρθηκαν από τις γυναίκες στη μελέτη, σε συνδυασμό με τα επίπεδα ασβεστίου των στεφανιαίων αρτηριών (CAC) και το πάχος του τοιχώματος της αορτής (AWT). Υψηλά επίπεδα ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών και παχύτερα τοιχώματα της αορτής, αποτελούν τους δείκτες της καρδιακής νόσου που εμφανίζονται πριν αναπτυχθούν τα συμπτώματα.
Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: Σε αυτές που έχουν γεννήσει καμία ή μία φορά, σε εκείνες που έχουν γεννήσει 2 με 3 φορές και τέλος, σε εκείνες που έχουν γεννήσει πάνω από 4 φορές. Οι γυναίκες που ανέφεραν τέσσερις ή περισσότερες γεννήσεις ζωντανών βρεφών είχαν 27 τοις εκατό μεγαλύτερα επίπεδα ασβεστίου σε σύγκριση με 11 τοις εκατό μεταξύ εκείνων με τρεις ή δύο γεννήσεις. Η τάση ήταν παρόμοια, σχετικά με το πάχος του τοιχώματος της αορτής.
Περαιτέρω μελέτες θα χρειαστούν για να εντοπιστούν τα αίτια, αλλά οι ερευνητές αναφέρουν πως μια αιτία θα μπορούσε να είναι ότι οι γυναίκες που έχουν πολλές εγκυμοσύνες μπορούν να έχουν περισσότερο σπλαχνικό λίπος (λίπος γύρω από τα κοιλιακά όργανα), η οποία έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Μια άλλη αιτία θα μπορούσε να είναι ότι η αύξηση της χοληστερόλης και τα υψηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου.