Η προσήλωση των ασθενών στη θεραπεία, παρά τα σαφή οφέλη της, αποτελεί σημαντική πρόκληση για πολλά άτομα. Αυτή η αντίσταση ή δυσκολία μπορεί να προέλθει από μια σύνθετη αλληλεπίδραση ψυχολογικών, κοινωνικών και πρακτικών παραγόντων. Η κατανόηση αυτών των εμποδίων είναι ζωτικής σημασίας για τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να προσαρμόσουν τις παρεμβάσεις που βελτιώνουν τα αποτελέσματα των ασθενών.
Πρώτον, οι ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο φόβος και το άγχος σχετικά με τη διάγνωση, τη διαδικασία θεραπείας ή πιθανές παρενέργειες μπορεί να είναι συντριπτικά. Για παράδειγμα, ο φόβος των βελόνων ή οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τα φάρμακα μπορεί να αποτρέψουν τους ασθενείς από το να συνεχίσουν τις θεραπείες. Επιπλέον, η έλλειψη κατανόησης σχετικά με την πάθηση ή τη θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε σκεπτικισμό ως προς την αποτελεσματικότητα της ιατρικής συμβουλής. Αυτός ο σκεπτικισμός επιδεινώνεται μερικές φορές από την παραπληροφόρηση που διαδίδεται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου.
Οι κοινωνικές επιρροές επηρεάζουν επίσης σημαντικά την ικανότητα του ατόμου να τηρεί τις ιατρικές συμβουλές. Οι πολιτιστικές πεποιθήσεις και οι κανόνες μπορούν να υπαγορεύσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζονται οι ασθένειες και οι θεραπείες. Σε ορισμένους πολιτισμούς, υπάρχει έντονη προτίμηση για φυσικές ή παραδοσιακές θεραπείες έναντι της συμβατικής ιατρικής. Η πίεση των συνομηλίκων και το στίγμα που σχετίζεται με ορισμένες καταστάσεις, όπως προβλήματα ψυχικής υγείας, μπορεί να αποθαρρύνουν περαιτέρω τα άτομα από το να αναζητήσουν ή να ακολουθήσουν θεραπεία.
Πρακτικά, τα υλικοτεχνικά και οικονομικά εμπόδια μπορούν να καταστήσουν δύσκολη την παρακολούθηση των ιατρικών συμβουλών. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης, το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής και η πολυπλοκότητα των θεραπευτικών σχημάτων μπορεί να είναι τρομακτικά. Οι ασθενείς που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές μπορεί να έχουν δυσκολία πρόσβασης σε τακτική ιατρική περίθαλψη, ενώ όσοι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες μπορεί να δώσουν προτεραιότητα στις άμεσες ανάγκες έναντι της υγειονομικής περίθαλψης.
Τέλος, η σχέση ασθενή-παρόχου υγειονομικής περίθαλψης είναι θεμελιώδης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης ή η κακή επικοινωνία μπορεί να εμποδίσει την προθυμία του ασθενούς να ακολουθήσει τις ιατρικές συμβουλές. Οι ασθενείς που δεν αισθάνονται ότι ακούγονται ή δεν σέβονται είναι λιγότερο πιθανό να συμμετάσχουν στο σχέδιο φροντίδας τους.
Η αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης ασθενών, των υποστηρικτικών κοινωνικών δικτύων, της οικονομικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης και της ενίσχυσης ισχυρών σχέσεων ασθενή-παρόχου. Η προσαρμογή των στρατηγικών στις περιστάσεις και τα εμπόδια του ατόμου μπορεί να ενισχύσει τη συμμόρφωση και, τελικά, να βελτιώσει τα αποτελέσματα υγείας.