Επιστημονικά Νέα

Γενετικοί δείκτες: Πώς επηρεάζουν την αντίληψη του πόνου;

Γενετικοί δείκτες: Πώς επηρεάζουν την αντίληψη του πόνου;
Γενετικοί δείκτες: Πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει μια πιθανή σύνδεση μεταξύ συγκεκριμένων γενετικών δεικτών και νευροπαθητικού πόνου, δίνοντας νέες πληροφορίες για το γιατί κάποια άτομα βιώνουν χρόνιο πόνο πιο έντονα από άλλα.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει μια πιθανή σύνδεση μεταξύ συγκεκριμένων γενετικών δεικτών και νευροπαθητικού πόνου, δίνοντας νέες πληροφορίες για το γιατί κάποια άτομα βιώνουν χρόνιο πόνο πιο έντονα από άλλα. Ο νευροπαθητικός πόνος, που προκαλείται συχνά από βλάβες σε νεύρα λόγω καταστάσεων όπως ο διαβήτης, η χημειοθεραπεία ή τραυματισμοί στη σπονδυλική στήλη, επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και αποτελεί σημαντική πρόκληση στη θεραπεία. Τα συνήθη παυσίπονα είναι συχνά αναποτελεσματικά, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο εξατομικευμένες προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη γενετικούς παράγοντες.


Στην πρόσφατη μελέτη, οι επιστήμονες ανέλυσαν τα γονιδιώματα χιλιάδων ατόμων και αναζήτησαν γενετικές μεταβολές που σχετίζονται με την ευαισθησία στον πόνο. Αυτοί οι γενετικοί δείκτες είναι μικρές παραλλαγές στο DNA και μπορεί να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα επεξεργάζεται τα σήματα πόνου. Ορισμένες παραλλαγές φαίνεται να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα νευρικά κύτταρα αντιδρούν σε ερεθίσματα πόνου, προκαλώντας είτε πιο έντονη είτε διαφορετική αίσθηση του πόνου.

Ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι ότι άτομα με συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές σε γονίδια που συνδέονται με τη λειτουργία των νευρικών κυττάρων και την απόκριση στη φλεγμονή είχαν υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης χρόνιου νευροπαθητικού πόνου. Αυτά τα γονίδια σχετίζονται με την επικοινωνία των νευρικών κυττάρων και τον τρόπο που το σώμα αντιδρά στη φλεγμονή, δύο βασικές διαδικασίες που καθορίζουν πώς ο πόνος γίνεται αντιληπτός και διαχειρίζεται από το σώμα. Ορισμένες από αυτές τις γενετικές μεταβολές επιδρούν επίσης στην επεξεργασία νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη, που επηρεάζουν τη ψυχολογική αντίδραση στον χρόνιο πόνο.

Αυτή η κατανόηση των γενετικών παραγόντων ανοίγει νέους δρόμους για τη θεραπεία του νευροπαθητικού πόνου. Οι γιατροί θα μπορούν, εξετάζοντας το γενετικό προφίλ των ασθενών, να προβλέπουν ποιοι έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάπτυξη χρόνιου πόνου μετά από τραυματισμό ή ασθένεια. Έτσι, θα είναι εφικτή η εφαρμογή προληπτικών θεραπειών που στοχεύουν συγκεκριμένες βιολογικές οδούς οι οποίες επηρεάζονται από αυτούς τους γενετικούς δείκτες, βελτιώνοντας τις πιθανότητες για αποτελεσματική ανακούφιση του πόνου.