Επιστημονικά Νέα

Επιστημονική Έρευνα: Σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές μετά το φαγητό

Επιστημονική Έρευνα: Σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές μετά το φαγητό
Στην κλινική πρακτική, η αξιολόγηση της συσχέτισης των γευμάτων σε όλους τους ασθενείς με διαταραχές της αλληλεπίδρασης εντέρου -εγκεφάλου DGBIs θα μπορούσε να έχει μεγάλη σημασία στη βελτίωση και την εξατομίκευση της θεραπείας. Εδώ, οι ασθενείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια διεπιστημονική προσέγγιση φροντίδας, που περιλαμβάνει συμβουλές διατροφής και τρόπου ζωής, ψυχολογική υποστήριξη και φαρμακολογική θεραπεία».

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Επιστημονική Έρευνα: Περίπου το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού (το 13% των γυναικών και το 9% των ανδρών) εμφανίζει συχνά κοιλιακό πόνο μετά την κατανάλωση γευμάτων, σύμφωνα με έρευνα που έγινε με δείγμα πάνω από 50.000 άτομα. Η έρευνα παρουσιάστηκε εικονικά πριν από λίγες μέρες στην Εβδομάδα Ενωμένης Ευρωπαϊκής Γαστρεντερολογίας 2021 (UEG Virtual 2021). Ο πόνος που σχετίζεται με το φαγητό φαίνεται να είναι πιο συχνός στους νέους ηλικίας 18 έως 28 ετών, με το 15% να επηρεάζεται, σύμφωνα με την έρευνα. Όσοι βίωναν συχνά κοιλιακό πόνο που σχετιζόταν με το γεύμα είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από φούσκωμα, πρησμένη κοιλιά, αίσθημα υπερβολικού κορεσμού μετά το φαγητό ή αίσθημα κορεσμού πολύ γρήγορα, δυσκοιλιότητα και διάρροια. Η ίδια ομάδα είχε επίσης πιο σοβαρή ψυχολογική δυσφορία και σωματικά συμπτώματα (που δεν ήταν γαστρεντερικά).


Συνολικά το 36% των ατόμων με συχνό πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα ανέφεραν ότι υπέφεραν από άγχος σε σύγκριση με το 25% στην ομάδα των περιστασιακών συμπτωμάτων και το 18% σε όσους δεν είχαν ποτέ πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα. Τα άτομα με συχνές κρίσεις ανέφεραν επίσης υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης (35%) σε σύγκριση με το 24% στην ομάδα των περιστασιακών συμπτωμάτων και το 17% στην ομάδα που δεν είχε ποτέ πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα.

Με βάση την παγκόσμια επιδημιολογική μελέτη του Ιδρύματος της Ρώμης, τα ευρήματα ήταν αποτέλεσμα διαδικτυακής έρευνας σε 54.127 άτομα από 26 χώρες. Οι ερωτηθέντες ρωτήθηκαν αν υπέφεραν από κοιλιακό πόνο και αν αυτός σχετιζόταν με το φαγητό. Κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες: όσοι δήλωσαν ότι ο κοιλιακός πόνος τους σχετιζόταν με το γεύμα περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων, όσοι είχαν περιστασιακά πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα μεταξύ 10-40% των περιπτώσεων και όσοι είχαν σπάνια ή ποτέ πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα.

Η Esther Colomier, συγγραφέας της μελέτης και διδακτορική ερευνήτρια στο KU Leuven του Βελγίου και στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, εξήγησε: «Το μήνυμα που παίρνουμε από αυτή τη μελέτη είναι ότι οι άνθρωποι που βιώνουν κοιλιακό πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα βιώνουν συχνότερα άλλα γαστρεντερικά συμπτώματα και πληρούν πιο τακτικά τα κριτήρια για διαταραχές των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του εντέρου και του εγκεφάλου (DGBIs, παλαιότερα γνωστές ως λειτουργικές διαταραχές του εντέρου), συμπεριλαμβανομένων κοινών καταστάσεων όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), το φούσκωμα και η σπαστική κολίτιδα».

«Έχουν επίσης υψηλότερο φορτίο ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων, όπως πόνο στην πλάτη ή δύσπνοια, τα οποία συνδέονται με σημαντική δυσφορία και προβλήματα λειτουργικότητας. Τα συμπτώματα αυτά προκαλούν αγωνία και δυσλειτουργίες στην καθημερινή ζωή», πρόσθεσε η ίδια.

Συμπτώματα του κατώτερου γαστρεντερικού συστήματος, όπως δυσκοιλιότητα και διάρροια, εμφάνισε το 30% των ατόμων που ανέφεραν συχνό πόνο σχετιζόμενο με το γεύμα, έναντι 20% στην ομάδα που ανέφερε περιστασιακά συμπτώματα και 10% στην ομάδα που δεν είχε καθόλου συμπτώματα. Το ίδιο ίσχυε και για τα συμπτώματα φουσκώματος, τα οποία αναφέρθηκαν τόσο συχνά όσο και 1 φορά την εβδομάδα στην ομάδα που αντιμετώπιζε συχνό πόνο μετά τα γεύματα, σε σύγκριση με 2 ή 3 ημέρες το μήνα στην ομάδα με περιστασιακό πόνο και 1 ημέρα το μήνα στην ομάδα που δεν αντιμετώπιζε κανένα σύμπτωμα.

Η Esther Colomier συμπεραίνει: «Θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η εξέταση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με το γεύμα στα μελλοντικά διαγνωστικά κριτήρια για τις λειτουργικές διαταραχές του εντέρου. Στην κλινική πρακτική, η αξιολόγηση της συσχέτισης των γευμάτων σε όλους τους ασθενείς με διαταραχές της αλληλεπίδρασης εντέρου -εγκεφάλου DGBIs θα μπορούσε να έχει μεγάλη σημασία στη βελτίωση και την εξατομίκευση της θεραπείας. Εδώ, οι ασθενείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια διεπιστημονική προσέγγιση φροντίδας, που περιλαμβάνει συμβουλές διατροφής και τρόπου ζωής, ψυχολογική υποστήριξη και φαρμακολογική θεραπεία».