Είναι γνωστό ότι η υπερέκθεση στον ήλιο προκαλεί πόνο και ευαισθησία στο δέρμα. Το ερώτημα είναι «γιατί συμβαίνει αυτό;» Απάντηση δίνουν οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο.
Η ηλιακή υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB) καταστρέφει τα μόρια RNA των δερματικών κυττάρων. Το ριβονουκλεϊκό οξύ (RNA) είναι μέρος του γενετικού μηχανισμού του κυττάρου, που κωδικοποιεί την πληροφορία ώστε να μετατραπούν οι γενετικές οδηγίες του DNA σε πρωτεΐνες. Το RNA που καταστρέφεται από την UVB δεν καταφέρνει να κωδικοποιήσει τις πρωτεΐνες.
Όταν τα κατεστραμμένα από τον ήλιο κύτταρα απελευθερώνουν το ελαττωματικό micro-RNA, κάνουν τα γειτονικά κύτταρα να κατακλύσουν το δέρμα με φλεγμονώδη μόρια, δημιουργώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση που τελικά καταλήγει στο ηλιακό έγκαυμα. Μακροπρόθεσμα, η αθροιστική βλάβη μπορεί να συντελέσει στην εκδήλωση καρκίνου του δέρματος. Μεσοπρόθεσμα, η διαδικασία αυτή καθορίζει πόσο εύκολα μπορεί το δέρμα να αυτό-ιαθεί.
«Η φλεγμονώδης αντίδραση είναι σημαντική για να ξεκινήσει η διαδικασία της επούλωσης μετά τον κυτταρικό θάνατο», εξηγεί ο Δρ Ρίτσαρντ Γκαλλο που ηγήθηκε της ερευνητικής ομάδας.
Αν και οι επιστήμονες γνώριζαν εδώ και αρκετά χρόνια για κάποιες από τις μοριακές επιπτώσεις του υπερβολικού μαυρίσματος, είναι η πρώτη φορά που καταφέρνουν να αναγνωρίσουν το πρώτο «βήμα» της βλάβης. Ελπίζουν λοιπόν ότι στο μέλλον θα μπορέσουν να σταματήσουν αυτή τη διαδικασία, ειδικά στα άτομα με ευαίσθητο δέρμα.
«Για παράδειγμα, παθήσεις όπως η ψωρίαση θεραπεύονται με ακτινοβολία UV, αλλά μια μείζονα παρενέργεια της είναι ότι αυξάνεται ο κίνδυνος καρκίνου του δέρματος. Η μελέτη μας υποδεικνύει έναν τρόπο να αποκομίσουν τα οφέλη της θεραπείας UV χωρίς να εκθέτουμε τους ασθενείς στις παρενέργειές της. Επίσης ορισμένοι άνθρωποι έχουν υπερβολική ευαισθησία στην ακτινοβολία UV, όπως αυτοί που πάσχουν από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ). Θα διερευνήσουμε κατά πόσο είναι εφικτό να τους βοηθήσουμε, μπλοκάροντας το ‘μονοπάτι’ της μοριακής βλάβης που ανακαλύψαμε», εξηγεί ο Δρ Γκάλλο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανακάλυψη έγινε μελετώντας ανθρώπινα δερματικά κύτταρα που είχαν εκτεθεί σε UVB ακτινοβολία και στη συνέχεια ακολούθησαν πειράματα σε ποντίκια. Συγκεκριμένα γονίδια των τρωκτικών μπορούν να καθορίσουν πόσο πιθανό είναι αποκτήσουν ηλιακό έγκαυμα. Οι άνθρωποι έχουν παρόμοια γονίδια, αλλά είναι άγνωστο ακόμη αν έχουν τις μεταλλάξεις που επηρεάζουν την αντίδραση του δέρματος στον ήλιο.
Πάντως η ακτινοβολία UVB δεν είναι η μόνη επικίνδυνη. Και η UVA μπορεί να διεισδύσει στους κλειστούς χώρους και τα υφάσματα και να προκαλέσει αθροιστική ηλιακή βλάβη, που καθίσταται εμφανής με τη μορφή ρυτίδων και άλλων σημαδιών γήρανσης του δέρματος.