Η ατοπική δερματίτιδα προσβάλει 1 στους 5 ανθρώπους σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Είναι μια χρόνια φλεγμονώδης δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό και υποτροπιάζουσες εκζεματικές βλάβες. Εμφανίζεται συνήθως κατά τη βρεφική ηλικία και προσβάλλει δύο στα δέκα παιδιά, ενώ προσβάλλει επίσης συχνά και τους ενήλικες. Αποτελεί την κυριότερη μη θανατηφόρο επιβάρυνση στην υγεία που οφείλεται σε δερματοπάθειες, επιβαρύνει με σημαντικό ψυχοκοινωνικό βάρος τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, και αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης τροφικής αλλεργίας, άσθματος, αλλεργικής ρινίτιδας, άλλων ανοσομεσολαβούμενων φλεγμονωδών παθήσεων και ψυχικών διαταραχών.
Ποιους αφορά
Ο επιπολασμός (εμφάνιση) της νόσου σε όλη τη διάρκεια της ζωής έχει σημειώσει αύξηση σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 30 χρόνια. Στις ανεπτυγμένες χώρες, φαίνεται να σταθεροποιείται σε ποσοστό 10-20%, ενώ σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες το ποσοστό είναι χαμηλότερο αλλά βαίνει αυξανόμενο. Στο 60% περίπου των περιπτώσεων, η νόσος εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής (πρώιμη έναρξη), ωστόσο μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε ηλικία. Τα πρώτα κλινικά σημεία είναι η ξηρότητα και η τραχύτητα του δέρματος, και συνήθως οι εκζεματικές βλάβες εμφανίζονται μετά από τον δεύτερο μήνα της ζωής. Η πορεία της νόσου μπορεί να είναι σταθερή για μακρές περιόδους ή υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα με επαναλαμβανόμενες εξάρσεις. Η νόσος είναι ήπια στο 80% περίπου των προσβεβλημένων παιδιών. Από μελέτες έχει προταθεί ότι, σε ποσοστό έως 70% των περιπτώσεων, η νόσος βελτιώνεται σε μεγάλο βαθμό ή και εξαλείφεται κατά την όψιμη παιδική ηλικία. Παράγοντες κινδύνου για συνέχιση της νόσου στην ενήλικη ζωή είναι η πρώιμη και σοβαρή έναρξη της νόσου, το οικογενειακό ιστορικό ατοπικής δερματίτιδας και η πρώιμη ευαισθητοποίηση σε αλλεργιογόνο.
Αντιμετώπιση
Στόχος της αντιμετώπισης είναι η βελτίωση των συμπτωμάτων και η επίτευξη ενός μακροχρόνου ελέγχου της νόσου, όπως υπογραμμίζεται τόσο σε εθνικές όσο και σε διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές. Η θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας είναι προς το παρόν αδύνατη. Οι βασικές αρχές της αντιμετώπισης περιλαμβάνουν τη συνεχή αποκατάσταση του επιδερμιδικού φραγμού με μαλακτικά, την αποφυγή επιμέρους παραγόντων έξαρσης, και την αντιφλεγμονώδη θεραπεία με τοπικά κορτικοστεροειδή ήαναστολείς της καλσινευρίνης. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ενδείκνυνται η φωτοθεραπεία ή η συστηματική χορήγηση ανοσοκατασταλτικών.