Aσφαλέστερη είναι μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική απώλειας βάρους από οποιοδήποτε «ανοιχτού τύπου» χειρουργείο, καθώς συνεπάγεται λιγότερες επιπλοκές για τον ασθενή, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Archives of Surgery.
Επίσης οι ασθενείς λαμβάνουν νωρίτερα εξιτήριο από το νοσοκομεία (με ότι αυτό συνεπάγεται και για το κόστος νοσηλείας), μετά από λαπαροσκοπικό γαστρική παράκαμψη, υποστηρίζουν οι ειδικοί από το Πανεπιστήμιο Στανφορντ της Καλιφόρνια.
Κατά τη γαστρική παράκαμψη, ο χειρουργός δημιουργεί ένα «σακουλάκι» στο άνω τμήμα του στομάχου, και το συνδέει με το λεπτό έντερο, ώστε κατά την πέψη ο οργανισμός να απορροφά λιγότερες θερμίδες. Όταν η διαδικασία γίνεται λαπαροσκοπικά, απαιτούνται μόνο μικρές τομές στον στομαχικό μυ και μια μικροκάμερα εισάγεται εντός του γαστρεντερικού συστήματος, ώστε ο χειρουργός να έχει πλήρη εικόνα των διαδικασιών που εκτελεί, εν αντιθέσει με μια ανοιχτού τύπου χειρουργική διαδικασία.
Ο Δρ Τζον Μορτον και οι συνεργάτες του ανέλυσαν στοιχεία για βαριατρικές επεμβάσεις που είχαν εφαρμοστεί σε περίπου 1.000 αμερικανικά νοσοκομεία ετησίως, την περίοδο 2005-2007. Επρόκειτο για 41.000 ανοιχτού τύπου γαστρικές παρακμάψεις και 115.000 λαπαροσκοπικές επεμβάσεις.Μελετώντας το προφίλ ασφαλείας των χειρουργείων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 19% των ασθενών που υποβλήθηκε σε ανοιχτό χειρουργείο είχε τουλάχιστον μια επιπλοκή (όπως πνευμονία ή ανάγκη μετάγγισης αίματος), συγκριτικά με το 12% αυτών που χειρουργήθηκαν λαπαροσκοπικά.
Ένας στους 500 παχύσαρκους ασθενείς της ομάδας του ανοιχτού χειρουργείου απεβίωσε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την επέμβαση, συγκριτικά με ένα στα 1.000 άτομα, της λαπαροσκοπικής ομάδας.Επίσης η παραμονή των ατόμων που έκαναν ανοιχτό χειρουργείο ήταν μεγαλύτερη 3,5 ημέρες συγκριτικά με τις 2,4 της λαπαροσκόπησης. Επίσης το κόστος ήταν μεγαλύτερο, 35.000 δολάρια, έναντι μόλις 33.000.
Στα ιατρικά αρχεία δεν υπήρχαν πληροφορίες για τις μακροχρόνιες επιπλοκές ή την υγεία των ασθενών μετέπειτα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η βαριατρική ενδείκνυται για άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος από 35 και πάνω και συνυπάρχοντα προβλήματα υγείας όπως διαβήτη, ή για άτομα με ΔΜΣ 40, αλλά χωρίς άλλες παθήσεις.