Οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC) για την αντιμετώπιση της υπέρτασης προτείνουν πιο αυστηρούς στόχους αρτηριακής πίεσης και εισάγουν μια νέα κατηγορία για τον προσδιορισμό του κινδύνου καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου. Δημοσιεύθηκαν στο European Heart Journal και αποτελούν προϊόν συνεργασίας μιας διεθνούς ομάδας εμπειρογνωμόνων, υπό την καθοδήγηση του Καθηγητή Bill McEvoy από το Πανεπιστήμιο του Γκάλγουεϊ στην Ιρλανδία και της Καθηγήτριας Rhian Touyz από το Πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά.
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση (ΑΠ) και η υπέρταση παραμένουν οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως η καρδιακή προσβολή και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Σχεδόν το 45% των Ευρωπαίων ενηλίκων υποφέρει από υπέρταση. Οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες στοχεύουν στην αύξηση του αριθμού των ασθενών που επιτυγχάνουν τους συνιστώμενους στόχους αρτηριακής πίεσης και στην ενίσχυση της χρήσης φαρμακευτικής αγωγής για τη μείωση της πίεσης, βασισμένες στα τελευταία κλινικά δεδομένα.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του 2024, η “υπέρταση” συνεχίζει να ορίζεται ως ΑΠ ≥140/90 mmHg. Ωστόσο, εισάγεται μια νέα κατηγορία “αυξημένης ΑΠ” για άτομα με πίεση 120-139/70-89 mmHg.
Αυτή η κατηγορία έχει στόχο την πρώιμη αναγνώριση ατόμων με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων και την πρόληψη της εξέλιξης της υπέρτασης μέσω εντατικότερης θεραπείας.
Μια σημαντική αλλαγή είναι η εισαγωγή ενός νέου στόχου για τη συστολική ΑΠ, ο οποίος καθορίζεται στα 120-129 mmHg για τους περισσότερους ασθενείς που λαμβάνουν αντιυπερτασικά φάρμακα. Επίσης, οι οδηγίες τονίζουν τη σημασία της χρήσης μετρήσεων ΑΠ εκτός του ιατρείου, όπως με φορητές συσκευές ή στο σπίτι, για την ακριβέστερη παρακολούθηση της κατάστασης των ασθενών.
Για πρώτη φορά, οι οδηγίες κάνουν συστάσεις για τη χρήση της νεφρικής απονεύρωσης ως εναλλακτική θεραπεία για την ανθεκτική υπέρταση, εφόσον οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται σε τριπλή συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στις αλλαγές στον τρόπο ζωής και τη διατροφή, όπως η μείωση της πρόσληψης νατρίου και η αύξηση της κατανάλωσης καλίου.
Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές αναδεικνύουν επίσης τη σημασία της εξατομικευμένης προσέγγισης στη θεραπεία, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η ευπάθεια και οι διαφορές μεταξύ των φύλων, καθιστώντας τις πιο ολοκληρωμένες και προσαρμοσμένες στις ανάγκες των ασθενών.