Επιστημονικά Νέα

Άνια: Έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο οι μεσήλικες που κοιμούνται μόνο έως 6 ώρες

Άνια: Έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο οι μεσήλικες που κοιμούνται μόνο έως 6 ώρες
Άνια: Άτομα που κοιμούνται τακτικά για έξι ώρες ή λιγότερο κάθε βράδυ στη μέση ηλικία είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με εκείνους που συνήθως καταφέρνουν να κοιμηθούν επτά ώρες, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη μελέτη για την ασθένεια.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Οι ερευνητές διαπίστωσαν 30% μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας σε εκείνους που στα 50, τα 60 και τα 70 τους είχαν σταθερά μικρής διάρκειας βραδινό ύπνο, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως καρδιακά προβλήματα και θέματα ψυχικής υγείας.


Η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι ο λίγος ύπνος προκαλεί άνοια, καθώς η ίδια η απώλεια ύπνου μπορεί να είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Ωστόσο, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα ενισχύουν τις ενδείξεις πως ο συστηματικός κακός ύπνος μπορεί τουλάχιστον να συμβάλει στη νευροεκφυλιστική ασθένεια.

Οι ερευνητές δε γνωρίζουν εάν η βελτίωση του ύπνου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας, αλλά είναι γνωστό πως ο ύπνος καθαρίζει τον εγκέφαλο από τοξικά απόβλητα. Μια υπόθεση είναι ότι όταν οι άνθρωποι κοιμούνται λιγότερο, αυτή η διαδικασία επιβραδύνεται.

«Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η διάρκεια του ύπνου μπορεί να είναι ένας παράγοντας κινδύνου στην εκδήλωση άνοιας στην μετέπειτα ζωή», δήλωσε η Δρ Séverine Sabia, συγγραφέας της μελέτης στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. «Δεν μπορώ να σας πω ότι η διάρκεια του ύπνου προκαλεί άνοια, αλλά μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξή της».

Η Sabia και οι συνεργάτες της ανέλυσαν δεδομένα έρευνας από τη μελέτη Whitehall II του University College London, η οποία ξεκίνησε το 1985 παρακολουθώντας την υγεία και τον τρόπο ζωής περισσότερων από 10.000 βρετανών εθελοντών.

Η γαλλική ομάδα επικεντρώθηκε σε περίπου 8.000 συμμετέχοντες που κατέγραφαν οι ίδιοι τα μοπτίβα ύπνου τους, αν και ορισμένοι φορούσαν ειδικές συσκευές που έμοιαζαν με ρολόγια για να επιβεβαιώσουν τον χρόνο που κοιμούνταν.

Κατά τη διάρκεια 25 ετών παρακολούθησης, 521 συμμετέχοντες εμφάνισαν άνοια, με τους περισσότερους να έχουν διαγνωσθεί προς το τέλος των 70 τους. Γράφοντας στο Nature Communications, οι επιστήμονες περιέγραψαν πώς εκείνοι που είχαν συνήθως έξι ώρες ύπνου ή λιγότερο κάθε βράδυ στα 50 και τα 60 τους είχαν 30% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια σε σχέση με αυτούς που συνήθως κατάφεραν να κοιμηθούν επτά ώρες.

Τα συγκεκριμένα ευρήματα έρχονται αμέσως μετά την έρευνα διεθνούς ομάδας που ανέφερε ότι σοβαρά διαταραγμένος ύπνος μπορεί να διπλασιάσει σχεδόν τον κίνδυνο θανάτου των γυναικών από καρδιακές παθήσεις, σε σύγκριση με τον γενικό γυναικείο πληθυσμό.

Η μελέτη, στο European Heart Journal, διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος για τους άνδρες αυξήθηκε κατά περίπου ένα τέταρτο.

Ενώ το κάπνισμα, η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και η παχυσαρκία είναι παράγοντες κινδύνου στην άνοια, οι πιθανότητες ανάπτυξης της νόσου αυξάνονται απότομα με την ηλικία. Η άνοια εκτιμάται ότι επηρεάζει ένα στα 14 άτομα άνω των 65 ετών και ένα στα έξι άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών. Ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου του Alzheimer ή της αγγειακής άνοιας διπλασιάζεται περίπου κάθε πέντε χρόνια πάνω από την ηλικία των 65 ετών.

Οι πρώτες παθολογικές αλλαγές που οδηγούν σε άνοια συμβαίνουν μία έως δύο δεκαετίες προτού γίνει εμφανής η ασθένεια, καθώς κολλώδεις πρωτεΐνες συσσωρεύονται στον εγκέφαλο.

Όταν η μελέτη του Whitehall II του 1985 αξιολόγησε για πρώτη φορά τον ύπνο των εθελοντών που αργότερα εμφάνισαν άνοια, αυτή η διαδικασία πιθανότατα δεν είχε ξεκινήσει. Αυτό σήμαινε ότι εάν κοιμόταν πολύ λίγο, αυτό ήταν μάλλον απίθανο να είχε προκληθεί από αλλαγές στον εγκέφαλο που σχετίζονται με την άνοια.

«Ενισχύει τα στοιχεία ότι ο κακός ύπνος στη μέση ηλικία θα μπορούσε να προκαλέσει ή να επιδεινώσει την άνοια στην μετέπειτα ζωή», δήλωσε η Δρ Liz Coulthard, λέκτορας νευρολογίας της άνοιας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Έχει νόημα να λαμβάνουμε μέτρα για τη βελτίωση του ύπνου, όπως το να βγαίνουμε έξω κατά τη διάρκεια της ημέρας για να βοηθήσουμε τους φυσικούς μας ρυθμούς που προάγουν τον καλό ύπνο, να αποφεύγουμε την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή καφεΐνης, ιδιαίτερα πριν τον ύπνο και να βρούμε μια ρουτίνα ύπνου που να λειτουργεί για εμάς».