Περίπου 30.000 μεταμοσχεύσεις οργάνων πραγματοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο. Ωστόσο, μεταξύ 20% και 50% των μεταμοσχευμένων οργάνων, ανάλογα με τον τύπο του, απορρίπτονται μέσα σε πέντε έτη, τις περισσότερες φορές επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται ή «απορρίπτει» το μεταμοσχευμένο όργανο.
Ερευνητές στην Ιατρική Σχολή Πέρελμαν έχουν ανακαλύψει μια μέθοδο που φαίνεται να παρέχει έγκαιρη ειδοποίηση της απόρριψης μεταμόσχευσης οργάνων σε σύγκριση με πρότυπες μεθόδους, και απαιτεί μόνο μια εξέταση αίματος αντί για μια πιο επεμβατική και επώδυνη βιοψία με βελόνα. Αυτή η νέα μέθοδος περιγράφεται λεπτομερώς σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Investigation .
Αν η ισχύς της νέας προσέγγισης για την ανίχνευση της απόρριψης του μοσχεύματος επιβεβαιωθεί σε περαιτέρω μελέτες, θα μπορούσε να επιτρέψει στους ιατρούς να διατηρήσουν τους λήπτες μοσχευμάτων υγιέστερους και τα μεταμοσχευμένα όργανα να λειτουργούν για περισσότερο χρόνο. Ένας καλύτερος βιοδείκτης θα επιτρέψει στους ιατρούς να αποτρέψουν επεισόδια απόρριψης, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις με τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
«Υπάρχει μια κρίσιμη ανάγκη για ένα βιοδείκτη που θα λειτουργεί σε όλο το πεδίο της μεταμόσχευσης και θα μας επιτρέψει να ανιχνεύουμε την απόρριψη και να παρεμβαίνουμε πολύ νωρίτερα απ’ότι είμαστε σε θέση σήμερα» είπε ο επικεφαλής συγγραφέας Prashanth Vallabhajosyula, MD, βοηθός καθηγητής της Καρδιαγγειακής Χειρουργικής. «Πιστεύουμε ότι η προτεινόμενη πλατφόρμα βιοδεικτών μας θα μπορούσε να εκπληρώσει αυτή την ανάγκη.»
Κατ ‘αρχάς, όταν οι ιατροί είναι σε θέση να ανιχνεύουν επεισόδια απόρριψης νωρίτερα και να παρεμβαίνουν πιο αποτελεσματικά στους λήπτες μοσχευμάτων, θα είναι επίσης σε θέση να χρησιμοποιούν χαμηλότερες δόσεις συντήρησης των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, ιδίως όταν δεν εμφανίζεται απόρριψη. Αυτό θα τους βοηθήσει να αποφύγουν τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες αυτών των φαρμάκων, που περιλαμβάνουν καρκίνο, υπέρταση, ευκαιριακές λοιμώξεις και νεφρική βλάβη.
Η νέα μέθοδος περιλαμβάνει μικροσκοπικές δομές σαν κάψουλα – γνωστές ως εξωσώματα, τα οποία κανονικά εκκρίνονται από τους περισσότερους τύπους κυττάρων. Ακριβώς ποιά είναι η δραστηριότητα αυτών των εξωσωμάτων δεν είναι σαφές, αλλά οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι αυτές οι κάψουλες περιέχουν πρωτεΐνες και άλλα μόρια από το μητρικό τους κύτταρο που μπορεί να επηρεάσει τις δραστηριότητες των γειτονικών κυττάρων. Όπως και το μητρικό κύτταρο, τα εξωσώματα έχουν δείκτες πρωτεϊνών στις επιφάνειές τους – τα αντιγόνα MHC – που τα προσδιορίζουν στο ανοσοποιητικό σύστημα, ως μέρος του σώματος. Ακριβώς όπως τα κύτταρα του δότη και λήπτη συνήθως διαφέρουν ως προς τους δείκτες MHC, το ίδιο κάνουν και τα εξωσώματα δότη και λήπτη.
Χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο εργαστηριακό μοντέλο όπου ανθρώπινα παγκρεατικά κύτταρα μεταμοσχεύθηκαν σε ποντίκια, οι ερευνητές έδειξαν ότι θα μπορούσαν πράγματι να ανιχνεύσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα ανθρώπινα εξωσώματα στο αίμα των ποντικών. Επιπλέον, όταν οι ερευνητές προκάλεσαν μια ανοσολογική απόρριψη των μοσχευμάτων στους ποντικούς, τα ανιχνευόμενα επίπεδα εξωσωμάτων μεταμοσχευμένων νησιδίων μειώθηκαν απότομα και σχεδόν αμέσως. «Τα επίπεδα αυτών των εξωσωμάτων στην κυκλοφορία του αίματος άλλαξαν δραματικά, πολύ πριν γίνουν εμφανείς μεταβολές σε άλλους τρέχοντες κλινικούς δείκτες, όπως τα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας» δήλωσε ο Vallabhajosyula.
«Πιστεύω ότι οι αναλύσεις εξωσωμάτων από μεταμοσχευμένα όργανα θα προσφέρουν τελικά ένα πολύ ισχυρό μέσο στην κατανόηση του συνόλου της κατάστασης των οργάνων», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Αli Naji, MD, PhD, Καθηγητής Χειρουργικής.