Τα αυτοάνοσα αφορούν σε ασθένειες όπου ο ίδιος ο οργανισμός επιτίθεται στους δικούς του ιστούς και όργανα. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τα αίτια των αυτοάνοσων νοσημάτων όπως, ιοί, βακτήρια, τοξίνες, ψυχοσωματικά αίτια, ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά, διατροφικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, ορμονικές διαταραχές, έκθεση σε ακτινοβολίες, ελαττωματικά γονίδια και αυξημένη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος απέναντι σε φυσιολογικά ερεθίσματα.
Από την κλινική μου εμπειρία τα τελευταία 20 χρόνια με χιλιάδες περιστατικά αυτοανοσίας, έχω παρατηρήσει ότι τα αίτια της εμφάνισης ενός αυτοάνοσου νοσήματος είναι πράγματι πολυπαραγοντικά και δεν υπάρχει ένας και μόνος παράγοντας που να εξηγεί την πανδημία που βιώνουμε στη σύγχρονη εποχή.
Θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη ότι κάποιοι παράγοντες έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με άλλους, όπως η βιταμίνη D για παράδειγμα, και ότι διαφορετικοί παράγοντες έχουν διαφορετική επίπτωση σε κάθε περιστατικό.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε βρέθηκε ότι για κάθε 4 μονάδες (ng/ml) αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D στο αίμα ασθενών που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, μειώνεται η πιθανότητα υποτροπής της νόσου κατά 12%. Η αύξηση 20 μονάδων μειώνει την πιθανότητα υποτροπής στο μισό.
Έχουμε παρατηρήσει επίσης ότι σε κάποιες περιπτώσεις η τοξικότητα μπορεί να είναι κυρίαρχη ενώ σε κάποιες άλλες η διαταραχή της χλωρίδας μπορεί να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας, και ούτω καθεξής.
Θα μπορούσε όμως να εντοπιστεί ένας κοινός παρανομαστής σε αυτή την εικόνα;
Αυτό που έχουν κοινό η πλειοψηφία των αυτοάνοσων είναι η απόκλιση του οργανισμού από την φυσιολογική βιοχημική του ισορροπία. Είτε ελλείψεις είτε επιβαρύνσεις του οργανισμού συνδέονται με την εμφάνιση τους.
Πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα μέχρι και 50 χρόνια πριν δεν ισχύουν πλέον. Ασθένειες που κάποτε ήταν σπάνιες, απειλούν σήμερα τη ζωή και την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο το κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικάνικης Ένωσης Αυτοάνοσων νοσημάτων (AARDA) 1 στους 5 πολίτες πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα. Παρόμοια είναι η εικόνα και στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Οι προσπάθειες να καταστείλουμε φαρμακευτικά τα συμπτώματα που εμφανίζονται σε κάθε αυτοάνοσο νόσημα, βελτιώνουν για κάποιο διάστημα την ποιότητα ζωής των ασθενών, δεν μπορούν όμως να δώσουν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα και συχνά καταλήγουν να γίνουν μέρος του προβλήματος. Αυτό συμβαίνει γιατί η προσέγγιση είναι συνήθως μονομερής.
Θα πρέπει σίγουρα να ελέγξουμε τη νόσο και να σταματήσουμε κατά το δυνατόν τις άμεσες επιπλοκές, αυτό όμως δεν είναι πλέον αρκετό. Θα πρέπει παράλληλα να βοηθήσουμε στην αποκατάσταση της φυσιολογικής βιοχημικής ισορροπίας.
Από τον Ιπποκράτη στην Σύγχρονη Ιατρική
2500 χρόνια πριν ο πατέρας της ιατρικής περιέγραφε ότι κάθε νόσος οφείλεται στην απώλεια της ισορροπίας των “χυμών” που βρίσκονται στο σώμα. Αντιθέτως η ορθή ανάμειξη αυτών των χυμών η ευκρασία (κράση σημαίνει ανάμιξη) επέφερε την υγεία. Ακόμη και σήμερα όταν αναφερόμαστε σε κάποιον που έχει καλή υγεία και δεν νοσεί εύκολα λέμε ότι έχει “γερή κράση”.
Ο Ιπποκράτης δεν είχε στη διάθεση του το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διατύπωσε όμως με αρκετή ακρίβεια συνθήκες που αποδείχθηκαν πραγματικές μέσα από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Υπό την οπτική της σύγχρονης ιατρικής θα λέγαμε ότι η επίτευξη της φυσιολογικής βιοχημικής ισορροπίας είναι το ζητούμενο για να είναι κάποιος υγιής. Μέχρι και μερικές δεκαετίες πριν αυτή προέκυπτε μέσα από μια ισορροπημένη διατροφή και διαβίωση στο φυσικό περιβάλλον. Σήμερα η απόκλιση της διατροφής μας από το φυσικό και η αλλοίωση του περιβάλλοντος είναι τέτοιες που η επίπτωση των χρόνιων και των αυτοάνοσων νοσημάτων τείνουν να γίνουν ο κανόνας.
Πράγματι τα αυτοάνοσα νοσήματα συνδέονται με το βιοτικό επίπεδο και την τεχνολογική πρόοδο. Όσο υψηλότεροι είναι αυτοί οι δύο παράγοντες τόσο μεγαλύτερη είναι και η επίπτωση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και περισσότερη τεχνολογική πρόοδος συνδέονται με μεγαλύτερη επεξεργασία των τροφών, αλλοίωση του περιβάλλοντος και απομάκρυνση από τον φυσικό τρόπο ζωής.
Πώς αξιολογούμε τον βαθμό απόκλισης του κάθε οργανισμού ώστε να δράσουμε για τον επαναφέρουμε προς την φυσιολογική υγιή κατάσταση;
Η μεταβολομική είναι ένα νέο εργαλείο της ιατρικής που μας επιτρέπει να καταγράψουμε τις χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν σε έναν οργανισμό και τα βαθύτερα αίτια της απόκλισης του από το φυσιολογικό.
Οι μεταβολομικές εξετάσεις διαφέρουν από τις κοινές εξετάσεις αίματος γιατί μετρούν τους μεταβολίτες, μικρά μόρια που παράγονται στον ανθρώπινο οργανισμό και παρέχουν ακριβείς πληροφορίες για το τι συμβαίνει μέσα στα κύτταρα.
Ένας τομέας όπου οι μεταβολομικές εξετάσεις βρίσκουν εφαρμογή είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα. Μπορούν να βοηθήσουν τόσο στη διάγνωση όσο και στην ανεύρεση των διαφορετικών αιτιών που προκαλούν την αυτοανοσία στο κάθε ασθενή.
Μέσω της εξέτασης Metabolomic Analysis αξιολογείται επίσης η επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής, σε επίπεδο τοξικότητας και αποτελεσματικότητας, ώστε να εξατομικεύσουμε τη θεραπεία.
Νοσήματα όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος του Crohn, η ψωρίαση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορούν να προσεγγιστούν ολοκληρωμένα.
Μέσα από την διενέργεια εξειδικευμέων αναλύσεων -Metabolomic Analysis εντοπίζονται:
- Οι απαραίτητες ενέργειες για την επαναφορά του οργανισμού στην φυσιολογική βιοχημική του ισορροπία.
- Αξιολογείται η δράση της φαρμακευτικής αγωγής ώστε να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα με τις ελάχιστες δυνατές παρενέργειες.
Ο θεραπευτικός στόχος δεν είναι όμως να καταστείλουμε το ανοσοποιητικό σύστημα. Στόχος μας είναι να βρούμε γιατί δεν αναγνωρίζει πλέον τα δικά του όργανα και ιστούς και να το επαναφέρουμε στην αρχική φυσιολογική λειτουργία.