Εδώ και σχεδόν μία εβδομάδα ξεκίνησε ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού στη Γερμανία. Δεδομένης ωστόσο της σχετικά μικρής ποσότητας εμβολίων που είναι διαθέσιμη επί του παρόντος, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς πρέπει να συνεχιστεί. Ένας λογικός τρόπος, για να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα το συντομότερο δυνατό, θα ήταν να μετατεθεί ο χρόνος του επαναληπτικού εμβολιασμού, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Ο Τόμας Μέρτενς, Πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπή Εμβολίων (Stiko) του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, δήλωσε στο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο RTL: «Αφού το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο εμβολιασμών κατά πάσα πιθανότατα μπορεί να ποικίλει χρονικά εντός ορισμένων ορίων και δεδομένου ότι η προστασία είναι πολύ καλή ακόμη και μετά από τον πρώτο εμβολιασμό, αξίζει να εξεταστεί, αφού υπάρχει ανεπάρκεια εμβολίων, εάν μπορεί να χορηγείται αρχικά μόνο αυτή».
Ενώ ο λοιμωξιολόγος Χέντρικ Στρέεκ, καθηγητής του πανεπιστημίου της Βόνης, έκανε μια παρόμοια δήλωση στο RTL: «Τα δεδομένα δείχνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς εμβολιασμένους προστατεύθηκαν ήδη επαρκώς μετά τον πρώτο εμβολιασμό. Έτσι, εάν κάνουν τον δεύτερο εμβολιασμό αργότερα, μπορούμε πραγματικά να διπλασιάσουμε τον αριθμό των εμβολιαζομένων με τις πρώτες διαθέσιμες παρτίδες. Θα πρέπει όμως πρώτα να γίνει μια συζήτηση γι’ αυτό. Δεν είναι μια εύκολη απόφαση, αλλά θα ήταν ένας τρόπος να εμβολιάζουμε γρήγορα περισσότερους ανθρώπους».
Πολλοί ειδικοί του Ηνωμένου Βασιλείου χαιρέτισαν την απόφαση ως λογική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της έλλειψης εμβολίων. Ωστόσο, επεσήμαναν επίσης ότι η αποτελεσματικότητα είναι μικρότερη μετά την πρώτη δόση και θα πρέπει να διαπιστωθεί στην πράξη εάν η στρατηγική αυτή εμβολιασμού λειτουργεί πραγματικά.
Την Τετάρτη πάντως, η Μεγάλη Βρετανία ενέκρινε το εμβόλιο της βρετανο-σουηδικής φαρμακευτικής εταιρείας Astrazeneca και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ως δεύτερο εμβόλιο μετά από εκείνο των εταιρειών Biontech / Pfizer, το οποίο είχε εγκρίνει. Ταυτόχρονα, η επιτροπή συνέστησε να δοθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα μόνο η πρώτη δόση και των δύο εμβολίων, ενώ η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγείται εντός δώδεκα αντί των αρχικά προβλεπόμενων δύο έως τεσσάρων εβδομάδων.
«Εάν η επίδραση του πρώτου εμβολιασμού δεν μειώνεται γρήγορα με την πάροδο του χρόνου, ο δεύτερος εμβολιασμός θα μπορούσε επίσης να γίνει αργότερα, για παράδειγμα μετά από έξι μήνες, κάτι που όμως δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Αυτό γίνεται όμως και με άλλα εμβόλια», δήλωσε ο Πέτερ Κρέμσερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Τροπικής Ιατρικής του πανεπιστημίου του Τίπινγκεν, που πιστεύει ότι η βρετανική προσέγγιση είναι ουσιαστικά πολύ λογική, στο RTL.