Διαβήτης: Οι άνθρωποι που ζουν με σύζυγο φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι υγιείς όσον αφορά τη διατήρηση χαμηλότερων επιπέδων σακχάρου στο αίμα, ανεξάρτητα από το πόσο αρμονική ή πικρόχολη είναι η σχέση τους, υποδηλώνει μελέτη που δημοσιεύθηκε online στο περιοδικό BMJ Open Έρευνα & Φροντίδα για τον Διαβήτη (BMJ Open Diabetes Research & Care). Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η ύπαρξη συζύγου ή συντρόφου μπορεί να αποτελεί σημαντική σχέση και πηγή κοινωνικής στήριξης ή/και επιβάρυνσης για τους ενήλικες στα μέσα και τα τέλη της ζωής τους για την υγεία τους. Προηγούμενες μελέτες έχουν υποδείξει ότι υπάρχουν οφέλη για την υγεία από το γάμο ή/και τη συμβίωση, ιδίως για τους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Υπάρχουν επίσης διάφορες μελέτες που έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 σχετίζεται με μια σειρά από κοινωνικές διαστάσεις της υγείας, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής απομόνωσης, της μοναξιάς, των ρυθμίσεων διαβίωσης, της κοινωνικής υποστήριξης και του μεγέθους του κοινωνικού δικτύου. Ωστόσο, οι επιδράσεις κάθε συγκεκριμένης διάστασης της κοινωνικής υγείας είναι πολύπλοκες, γι’ αυτό και μια ομάδα ερευνητών από το Λουξεμβούργο και τον Καναδά ξεκίνησε να διερευνήσει αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της οικογενειακής κατάστασης και της ποιότητας του γάμου με τα μέσα επίπεδα γλυκαιμίας σε ηλικιωμένους ενήλικες. Χρησιμοποίησαν δεδομένα βιοδεικτών από την Αγγλική Διαχρονική Μελέτη Γήρανσης (English Longitudinal Study of Ageing) (ELSA) – ένα πληθυσμιακό δείγμα ενηλίκων ηλικίας 50 ετών και άνω και των συντρόφων τους, που ζουν στην Αγγλία, από τους οποίους συλλέγονται δεδομένα κάθε δεύτερο χρόνο, με δεδομένα βιοδεικτών που συλλέγονται σε κάθε δεύτερο κύμα. Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη αφορούσαν 3.335 ενήλικες ηλικίας 50 έως 89 ετών χωρίς προηγουμένως διαγνωσμένο διαβήτη για την περίοδο από το 2004 έως το 2013. Το δείγμα ήταν άτομα χωρίς προϋπάρχοντα διαβήτη ηλικίας 50 έως 89 ετών στο κύμα 2 (2004-05) -όταν τα δεδομένα βιοδεικτών ήταν για πρώτη φορά διαθέσιμα στην Αγγλική Διαχρονική Μελέτη Γήρανσης (ELSA). Ο προϋπάρχων διαβήτης προσδιορίστηκε με αυτοαναφορά.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να πραγματοποιήσουν επίσκεψη από νοσηλευτή μετά την κύρια συνέντευξη στα κύματα 2 (2004-05), 4 (2008-09) και 6 (2012-13) και ελήφθησαν δείγματα αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων HbA1c (μέση γλυκαιμία ή γλυκόζη αίματος). Οι ερωτηθέντες ρωτήθηκαν επίσης αν είχαν σύζυγο ή σύντροφο με τον οποίο ζούσαν μαζί και τους τέθηκαν ερωτήσεις που αποσκοπούσαν στη μέτρηση του επιπέδου της κοινωνικής πίεσης και της κοινωνικής υποστήριξης στο πλαίσιο της συζυγικής/συντροφικής σχέσης. Συλλέχθηκαν, επίσης, πληροφορίες για διάφορους παράγοντες, όπως λεπτομέρειες σχετικά με την ηλικία, το εισόδημα, την απασχόληση, το κάπνισμα, τη σωματική δραστηριότητα, την κατάθλιψη, τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και την ύπαρξη άλλων τύπων κοινωνικών σχέσεων στο κοινωνικό τους δίκτυο (παιδί, άλλη άμεση οικογένεια, φίλος). Τα στοιχεία έδειξαν ότι στο κύμα 2 (2004-05), περίπου τα τρία τέταρτα (76%) των ερωτηθέντων ήταν παντρεμένοι/σύντροφοι. Η ανάλυση των δεδομένων με την πάροδο του χρόνου έδειξε ότι τα άτομα που βίωσαν οικογενειακές μεταβάσεις (π.χ. διαζύγιο) παρουσίασαν επίσης σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα της HbA1c και στις πιθανότητες εμφάνισης προδιαβήτη. Ωστόσο, η ποιότητα της σχέσης δεν έκανε σημαντική διαφορά στα μέσα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ύπαρξη μιας υποστηρικτικής ή τεταμένης σχέσης ήταν λιγότερο σημαντική από την μη ύπαρξη μιας σχέσης.
Πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η αιτία. Πράγματι, η μελέτη είχε ορισμένους περιορισμούς, όπως το γεγονός ότι υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που εγκατέλειψαν την Αγγλική Διαχρονική Μελέτη Γήρανσης (ELSA) μεταξύ των κυμάτων με δεδομένα βιοδεικτών. Περισσότερο από το ήμισυ του δείγματος του κύματος 2 δεν είχε δεδομένα παρακολούθησης και έτσι αποκλείστηκαν. Υπήρχε, επίσης, η πιθανότητα τα άτομα με χειρότερη υγεία να είχαν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν διαζύγιο. Παρ’ όλα αυτά, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι στα δυνατά σημεία της μελέτης τους περιλαμβάνεται η χρήση της HbA1c ως μέτρου έκβασης έναντι των αυτοαναφερόμενων διαγνώσεων – η πρώτη είναι πιο ακριβής και σαφής μέτρηση όταν χρησιμοποιείται σε έρευνες με βάση τον πληθυσμό από ό,τι οι διαγνωσμένες ιατρικές καταστάσεις, οι οποίες εξαρτώνται από το αν οι συμμετέχοντες είχαν πρόσβαση στην κατάλληλη υγειονομική περίθαλψη πριν από την εγγραφή στη μελέτη.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα: “Συνολικά, τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι οι συζυγικές/συντροφικές σχέσεις σχετίζονταν αντίστροφα με τα επίπεδα της HbA1c, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις της συζυγικής υποστήριξης ή πίεσης. Ομοίως, οι σχέσεις αυτές φάνηκε να έχουν προστατευτική επίδραση έναντι των επιπέδων HbA1c πάνω από το όριο του προδιαβήτη. “Η αυξημένη υποστήριξη των ηλικιωμένων ενηλίκων που βιώνουν την απώλεια μιας συζυγικής/συντροφικής σχέσης μέσω διαζυγίου ή πένθους, καθώς και η διάλυση των αρνητικών στερεοτύπων γύρω από τις ρομαντικές σχέσεις στην τρίτη ηλικία, μπορεί να αποτελέσουν σημεία εκκίνησης για την αντιμετώπιση των κινδύνων για την υγεία, πιο συγκεκριμένα της επιδείνωσης της γλυκαιμικής ρύθμισης, που σχετίζονται με τις συζυγικές μεταβάσεις στους ηλικιωμένους ενήλικες”.