Ψυχογενής βουλιμία: Ο όρος «ψυχογενής βουλιμία» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον καθηγητή Gerald Russell (1979), ο οποίος παρατήρησε μια διατροφική διαταραχή, η οποία είχε τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
- Ακατανίκητη ανάγκη για υπερβολική κατανάλωση τροφής (κατά πολύ μεγαλύτερη ποσότητα τροφής που θα κατανάλωνε ένα άτομο σε ένα μόνο γεύμα).
- Ανάγκη αποβολής της τροφής με εμετό ή καθαρτικά ή και τα δύο.
- Παθολογικό φόβο του ατόμου μήπως πάρει βάρος.
Ψυχογενής βουλιμία
Οι έρευνες που ακολούθησαν προσέθεσαν στην συμπτωματολογία της νόσου νέα δεδομένα: Συγκεκριμένα, τα επεισόδια υπερφαγίας τείνουν να γίνονται συνήθως κρυφά και γρήγορα. Το άτομο σταματάει να τρώει μόνο όταν αισθάνεται σωματική δυσφορία (π.χ. στομαχόπονος), δεν έχει πρόσβαση σε επιπλέον τροφή ή εάν τον διακόψει κάποιο άλλο άτομο.
Κατά τη διάρκεια της υπερβολικής κατανάλωσης τροφής, βιώνει ευχάριστα συναισθήματα, τα οποία ανατρέπονται αμέσως μετά από δυσάρεστα συναισθήματα τύψεων, απογοήτευσης, θλίψης, αηδίας.
Τα συναισθήματα αυτά οδηγούν στην πρόκληση εμετού, η οποία συνεπώς είναι επιτηδευμένη συμπεριφορά, και όχι αυθόρμητη αντίδραση του οργανισμού.
Το μοτίβο της ψυχογενούς βουλιμίας, λοιπόν, είναι ένας συνδυασμός κραιπάλης-κάθαρσης.
Απώτερος στόχος του παραπάνω μοτίβου συμπεριφοράς είναι η ικανότητα του ατόμου να διατηρεί έλεγχο πάνω στο σωματικό του βάρος από το οποίο συνήθως αντλεί εικόνα εαυτού. Σύμφωνα με το DSM-5, για να διαγνωστεί κάποιος με ψυχογενή βουλιμία θα πρέπει να επαναλαμβάνει αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα για 3 μήνες. Οι γυναίκες είναι 8-9 φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν από την διαταραχή σε σχέση με τους άντρες.
Ειδικότερα, σε επίπεδα παγκόσμιου πληθυσμού, οι γυναίκες τείνουν να πάσχουν σε ποσοστό 2-4% από την διαταραχή, σε σχέση με τους άντρες που αγγίζουν μόλις το 0,8%. Για την Ελλάδα, δυστυχώς, ακόμα δεν έχουμε επαρκή δεδομένα για τη συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής στον ελληνικό πληθυσμό.
Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ο χρόνος έναρξης της νόσου είναι περί τα 20 έτη για τις γυναίκες, με μέσο χρόνο διάρκειας περίπου τα 3,5 χρόνια.
Άτομα με κίνδυνο εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας
Οι γυναίκες που πάσχουν από νευρογενή βουλιμία τείνουν να έχουν ως κοινό τους παρονομαστή, την χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η σεξουαλική κακοποίηση, τα ΜΜΕ, καθώς και χαρακτηριολογικά στοιχεία της προσωπικότητας του ατόμου παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση, αλλά και τη διατήρηση της διαταραχής. Ειδικότερα, άτομα τα οποία εκδηλώνουν φόβο για την απώλεια αυτοελέγχου σε συνδυασμό με συμπεριφορές τελειομανίας τείνουν να εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας.
Tα άτομα αυτά τείνουν να ασκούν έντονη αυτοκριτική, η οποία διεγείρει αισθήματα αναποτελεσματικότητας και ενεργοποιεί ένα φαύλο κύκλο αρνητικών συναισθημάτων.
Η ψυχογενής βουλιμία έρχεται, λοιπόν, σαν σύμπτωμα μιας δυσλειτουργικής σκέψης, και όχι σαν το πρωτογενές πρόβλημα.
Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα, τα οποία πάσχουν από βουλιμία τείνουν να έχουν υπάρξει στο παρελθόν υπέρβαρα ή αρκετά λιπόβαρα σε σχέση με το μέσο όρο. Ενώ, καταθλιπτικά συμπτώματα στο ίδιο το άτομο ή/και το οικογενειακό του περιβάλλον, συχνά, συνυπάρχουν με τη διαταραχή.
Παράλληλα, προϋπάρχουσες διαταραχές άγχους και διάθεσης αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης και διατήρησης της διαταραχής. Ενώ, η γενική οικογενειακή δυσλειτουργία, οι αντιλήψεις της οικογένειας γύρω από το φαγητό και η ενθάρρυνση της οικογένειας για δίαιτα, παίζουν σημαντικό ρόλο στην σοβαρότητα της συμπτωματολογίας της.
Ψυχογενής βουλιμία μέσα από ένα παράδειγμα
Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την ψυχογενή βουλιμία μέσα από ένα απλό παράδειγμα της ζωής, που όλοι λίγο-πολύ έχουμε βιώσει.
Η ψυχογενής βουλιμία είναι σαν το κουδούνι στο σχολείο όταν ήταν η ώρα για διάλειμμα. Χαιρόμασταν όταν βγαίναμε για διάλειμμα. Τι σημαίνει όμως, ότι θέλω διάλειμμα; Σημαίνει θέλω να ξεκουραστώ, να ξεφύγω για λίγο! Όταν, όμως, έχω στερήσει πολλά διαλείμματα στον εαυτό μου, τότε μαζεύονται σιγά σιγά, και αντί να κάνω ένα μικρό διάλειμμα, κάνω ένα μεγάλο, όσο και η πίεση που άσκησα για να αρνηθώ ότι χρειάζομαι όλα τα προηγούμενα διαλείμματα.
Θα μου πεις βέβαια τώρα: Και τι πειράζει να κάνω ένα μεγάλο διάλειμμα; Το πρόβλημα δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ένταση (Όταν πιεστώ, θα κάνω διάλειμμα σαν να βγήκα από λαβύρινθο) και ο επιτακτικός χαρακτήρας (Δεν μπορώ να αποφασίσω εγώ πότε θα κάνω το διάλειμμα, αλλά «αυτό» με διαλέγει). Άρα, ναι θα φάω, και θα φάω πολύ, γιατί ένας οργανισμός που έχει δεχθεί επαναλαμβανόμενα πίεση, κάπου θα ξεσπάσει κάποια στιγμή π.χ. σε έναν άλλον άνθρωπο, σε μια διαταραχή τροφής, σε κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κ.λ.π.
Η ίδια δύναμη που μου έχει στερήσει όλα τα προηγούμενα διαλείμματα, θα έρθει τώρα ως τιμωρός και θα μου πει: Ξέφυγες, έχασες τον έλεγχο! Κάνε ό,τι μπορείς για να το διορθώσεις. Και το κάνεις, προκαλείς εμετό, γυμνάζεσαι υπερβολικά κ.λ.π. Και είσαι μια χαρά, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεις, γιατί τουλάχιστον δεν πάχυνες, και μαζί με τον εμετό αποβάλλεις και όλες τις τύψεις που σε κατακλύζουν από τη συμπεριφορά κραιπάλης.
Και μετά διαβεβαιώνεις τον εαυτό σου ότι δεν θα το ξανακάνεις, και το ξανακάνεις, και οι τύψεις αυξάνονται, και η εικόνα εαυτού αμφιταλαντεύεται, και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι καλείσαι να διαλέξεις αν θα συνεχίσεις να θυσιάζεις τα μικρά σου διαλείμματα για ένα μεγάλης έντασης επιτακτικό διάλειμμα που σε αποδιοργανώνει ή θα διαλέξεις να ακούσεις τον εαυτό σου από τις πρώτες φορές που ζητάει το διάλειμμα.
Αυτό νομίζω είναι το πιο κομβικό σημείο στην νευρογενή βουλιμία: Να επιτρέψουμε εμείς στον εαυτό μας να βγει διάλειμμα πριν γίνει αυτή η ανάγκη, μονόδρομος!
Θεραπεία ψυχογενούς βουλιμίας
Λόγω του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης, τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία χρειάζεται να αναθεωρήσουν κάποιους αυστηρούς συμπεριφορικούς μηχανισμούς, που πυροδοτούν τη διαταραχή. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό ο θεραπευτής να βάλει τον θεραπευόμενο στην διαδικασία να αναρωτηθεί: Τι είναι «τέλειο» για τον ίδιο; Γιατί είναι τόσο σημαντικό να είναι τελειομανής, και πού αποσκοπεί αυτό;
Τι είναι αυτό που τον φοβίζει στο να σταματήσει αυτόν τον φαύλο κύκλο κραιπάλης-κάθαρσης;
Ποιο σκοπό εξυπηρετεί αυτή η συμπεριφορά; Είναι σημαντικό, μέσα από αυτή την διαδιασκία, ο θεραπευόμενος να έρθει αντιμέτωπος με τις δυσάρεστες συνέπειες των πράξεών του, και να απεγκλωβιστεί από μία ψευδαίσθηση ελέγχου που αποκτά μέσα από την πρόκληση εμετού ή τη χρήση καθαρτικών. Να αναρωτηθεί κατά πόσο «ακούει» πραγματικά τις ανάγκες του.
Αν όχι, τι τον εμποδίζει από αυτό; Πόσο πρόθυμος είναι, εν τέλει, να εγκαταλείψει αξίες και ιδανικά που δεν τον εξυπηρετούν πια;
Για να γίνει αυτό, είναι σημαντικό το άτομο να έρθει αντιμέτωπο με τα πραγματικά του συναισθήματα, να τα αναγνωρίσει, και όταν είναι έτοιμο, να τα αποδεχθεί. Πώς; Μέσα από νέους προσαρμοστικούς μηχανισμούς σκέψης και δράσης, οι οποίοι θα έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και θα προσφέρουν ποιότητα στη ζωή του. Χρειάζεται να αποδεχθεί ότι πρέπει να εγκαταλείψει κάποιες σκέψεις, για να αφήσει χώρο σε νέες πιο συμβατές με τον ίδιο, να λάβουν δράση.
Ο ρόλος του θεραπευτή εδώ είναι να συνοδεύσει τον θεραπευόμενο σε αυτό το ταξίδι αυτοβελτίωσης, να τον αμφισβητήσει όταν χρειάζεται, να τον προβληματίσει, να τον συναισθανθεί και να τον αποδεχθεί, ώστε ο θεραπευόμενος να αισθανθεί ασφαλής ότι είναι εντάξει να είναι ο εαυτός του.
Η ικανότητα άσκησης καλύτερου ελέγχου στον εαυτό του και στη ζωή του θα οδηγήσει σε μείωση της ανάγκης ελέγχου του βάρους, η οποία είναι η κορυφή του παγόβουνου, και όχι ολόκληρο το παγόβουνο.