Η παιδική υπερκινητικότητα αποτελεί ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί τους γονείς μικρών παιδιών και μαθητών δημοτικού σχολείου . Οι πρώτες αναφορές για την παιδική υπερκινητικότητα είναι γνωστές από το 1880. Οι επιστήμονες σήμερα, πιστεύουν ότι η υπερκινητικότητα οφείλεται πιθανότατα σε έναν συνδυασμό συγκεκριμένων γενετικών, περιβαλλοντικών, νευρολογικών και βιοχημικών παραγόντων.
Η σχέση δίαιτας και υπερκινητικότητας ξεκινά στη δεκαετία του 1970, ο Dr. B.F. Feingold, ένας γιατρός στο San Francisco των Η.Π.Α, υποστήριξε πως η παιδική υπερκινητικότητα είχε τα αίτιά της στα συντηρητικά, στα τεχνητά χρώματα και στα τεχνητά αρώματα των τροφών που χρησιμοποιούνται από την βιομηχανία. Έτσι λοιπόν έδινε δίαιτες οι οποίες απαγόρευαν την πρόσληψη των παραπάνω συστατικών και επίσης απαγόρευε την πρόσληψη τροφών με φυσικά ευρισκόμενα χημικά συστατικά όπως φυστίκια, αγγούρια, ντομάτες, μήλα και φράουλες. Το 1980, συμβουλευτικές επιτροπές στην Αμερική κατόπιν επίμονων ερευνών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε απόδειξη για κάποια σχέση μεταξύ τεχνητών προσθέτων και υπερκινητικότητας ή ικανότητας μάθησης στα παιδιά. Μάλιστα τότε θεωρήθηκε πως ο περιορισμός του διαιτολογίου ήταν ευεργετικός κυρίως λόγω της ψυχολογικής επίδρασης που είχε στα άτομα η συγκεκριμένη θεραπεία.
Άλλα στοιχεία των τροφών που έχουν ενοχοποιηθεί ότι προκαλούν υπερκινητικότητα είναι τα τεχνητά γλυκαντικά με ή χωρίς θερμιδική αξία. Πολλοί γονείς, υποστηρίζουν ότι τα παιδιά τους έχουν μία ανεξέλεγκτη/αφύσικη συμπεριφορά μετά την κατανάλωση τροφών που περιέχουν ζάχαρη.
Το 1984, στα πλαίσια ενός συνεδρίου στην Αμερική με θέμα «Δίαιτα και συμπεριφορά: Μία πολυδιάστατη εκτίμηση» αναφέρθηκε ότι η ζάχαρη δεν επιδεινώνει την υπερκινητικότητα ή τυχόν προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά. Πολλοί είναι εκείνοι οι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση ζαχαρωτών, αν μη τι άλλο, ηρεμεί τα παιδιά. Έτσι μετά από έρευνες, το FDA κατέληξε το 1986 στο ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά φυσιολογικών παιδιών ή ενήλικων.
Συνεχείς έρευνες έχουν αποτύχει να δείξουν κάποια σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση ασπαρτάμης ή σακχαρίνης και την υπερκινητικότητα, κάτι που έχει οδηγήσει τους επιστήμονες στην τακτική να μην τα εξαιρούν από το διαιτολόγιο.
Ο μόνος κίνδυνος που υπάρχει μεταξύ τρόφιμα-απόδοση-ικανότητα μάθησης είναι ότι οι δάσκαλοι και οι γονείς συχνά παραβλέπουν τους λόγους που τα παιδιά μαθαίνουν να συμπεριφέρονται άσχημα, όπως οι λανθασμένες τεχνικές διδασκαλίας, γονείς και δάσκαλοι χωρίς ισχυρά κίνητρα και μη σταθερές τεχνικές διαχείρισης της συμπεριφοράς των παιδιών. Βλέπετε είναι ευκολότερο τις περισσότερες φορές να κατηγορήσουμε τα παιδιά για το πρόβλημα και να αλλάξουμε τη διατροφή τους, παρά να εξετάσουμε και να τροποποιήσουμε τις διδασκαλικές και εισηγητικές μεθόδους που εφαρμόζονται μέσα και έξω από το σχολείο.
Η υπερκινητικότητα είναι μία διαταραχή συμπεριφοράς η οποία εμφανίζεται στο 2-5% των νεαρών παιδιών σχολικής ηλικίας και τα επηρεάζει σε ποικίλο βαθμό. Κάνει την εμφάνισή της πριν την ηλικία των 7 χρόνων, έχει διάρκεια ίση ή μεγαλύτερη των 6 μηνών και χαρακτηρίζεται από την εξακριβωμένη απουσία πνευματικής ασθένειας ή πνευματικής καθυστέρησης. Συμπτώματά της:
· νευρικότητα,
· επιθετικότητα,
· αυθόρμητη συμπεριφορά,
· μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης,
· αυξημένη κινητική δραστηριότητα.
Η μη έγκυρη θεραπεία της μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα όσον αφορά στην κοινωνική ένταξη και ανάπτυξη του παιδιού καθώς και την ικανότητά του για μάθηση. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει κάποια γνωστή θεραπεία. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει πολλαπλές προσεγγίσεις, συχνά είναι συνδυασμός ιατρικής και ψυχολογικής επέμβασης καθώς και τροποποίησης του περιβάλλοντος του παιδιού.
Η διάγνωσή της υπερκινητικότητας γίνοντας κάνοντας δοκιμή με διεγερτικά φάρμακα. Τα διεγερτικά, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, ανεβάζουν τη δραστηριότητα των ανθρώπων αλλά έχουν ένα «παράδοξο» αποτέλεσμα με την υπερκινητικότητα: τη θεραπεύουν. Πως; πιθανότατα διεγείροντας κέντρα ελέγχου στον εγκέφαλο. Εάν λοιπόν ένα παιδί αντιδρά σε αυτά τα διεγερτικά φάρμακα με το να ηρεμεί, αυτό δείχνει ότι τα φάρμακα μπορεί να διορθώσουν τη βιοχημική ανισορροπία που συμβαίνει στο νευρικό σύστημα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να ελεγχθεί η συμπεριφορά του.
Στα παιδιά που ανταποκρίνονται, με τη παροχή τέτοιων φαρμάκων θα πρέπει να θεωρείται η θεραπεία αυτή ως πρώτης επιλογής.
Πολλοί γονείς όμως είναι αρνητικοί σ’ αυτήν την φαρμακευτική αγωγή και δεν καταφέρνουν να εκτιμήσουν τη χρησιμότητα της φαρμακευτικής θεραπείας. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι επεμβαίνοντας και τροποποιώντας τη δίαιτα μπορούν να βοηθήσουν. Η διαιτητική τροποποίηση πολλές φορές χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υπερκινητικότητας και μάλιστα έχει λάβει και αρκετή δημοσιότητα. Όμως οι επιστημονικές αποδείξεις δεν είναι αρκετές για να υποστηρίξουν μία σχέση μεταξύ δίαιτας και υπερκινητικότητας.
Με την συνεργασία της Καρολίνας-Ευαγγελίας Καπόγλου,Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, ΒSc
Επιστημονική Διευθύντρια ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ – ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, Ιωάννινα-Ιδρυτικό Μέλος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας. www.logodiatrofis.gr.