Η ντομάτα (Solanum lycopersicum L.) είναι ένα φρούτο, αν και ως επί το πλείστον θεωρείται λανθασμένα ως λαχανικό, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατροφή μας. Προέρχεται από την κεντρική Αμερική και αυτό υποδηλώνεται και από το όνομά της. Η λέξη ντομάτα προέρχεται από την Ισπανική λέξη tomate, που με τη σειρά της προέρχεται από την λέξη tomatl που σημαίνει «σαρκώδες φρούτο» στη γλώσσα των Αζτέκων. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία οι Έλληνες τρώνε περισσότερες ντομάτες ανά άτομο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς ο μέσος Έλληνας καταναλώνει 100 κιλά ντομάτες το χρόνο.
Η ντομάτα καλλιεργείται σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ο καρπός της καταναλώνεται ώριμος, νωπός, αποξηραμένος σε άλμη, ακέραιος ή σε πολτό. Αποτελεί σημαντική πηγή ιχνοστοιχείων και βιταμινών και βρίσκεται ανάμεσα στις καλλιέργειες με την μεγαλύτερη οικονομική σπουδαιότητα. Η ντομάτα κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σύγχρονο διαιτολόγιο του ανθρώπου. Αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από νερό (94,5%) και ένα σύνολο θρεπτικών συστατικών. Είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνες C, A και Ε, διαθέτει μεγάλες ποσότητες κιτρικού και οξαλικού οξέος, φυλλικό οξύ, β-καροτένιο, σελήνιο, ψευδάργυρο, κάλιο, ασβέστιο, φώσφορο, μαγνήσιο, σίδηρο, χαλκό και μαγγάνιο, ενώ έχει ελάχιστο νάτριο και δεν περιέχει χοληστερόλη και κορεσμένα λίπη. Έχει ελκυστικό χρώμα και ιδιαίτερο άρωμα, γεγονός που την καθιστά αρεστή. Επίσης η ντομάτα θεωρείται άριστη πηγή λυκοπενίου σε υψηλές συγκεντρώσεις, το οποίο αποτελεί πολύ σημαντικό βιοενεργό συστατικό.
Πώς προστατεύει την καρδιά
Όσον αφορά τις καρδιαγγειακές παθήσεις, η κατανάλωση ντομάτας έχει γίνει αντικείμενο μελέτης σε πολλές έρευνες, καθώς οι συγκεκριμένες παθήσεις σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την ύπαρξη φλεγμονής και οξειδωτικού στρες, τα οποία μπορούν να καταπολεμηθούν σε μεγάλο βαθμό με την κατανάλωση βιοδραστικών μορίων μέσω της διατροφής. Έτσι, η κατανάλωση ντομάτας (και όχι σκέτου συμπληρώματος λυκοπενίου) οδηγεί σε μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων πιθανώς μέσω της αύξησης της αντιοξειδωτικής άμυνας του οργανισμού και την επακόλουθη μείωση της «κακής» χοληστερόλης και της φλεγμονής.