ΝΕΑ ΥΓΕΙΑΣ

Ατμοσφαιρική ρύπανση: Η βιταμίνη Β συνδέεται με τον κίνδυνο άνοιας μετά από έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση

Ατμοσφαιρική ρύπανση: Η βιταμίνη Β συνδέεται με τον κίνδυνο άνοιας μετά από έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση
Ατμοσφαιρική ρύπανση: Η μελέτη έδειξε ότι περίπου το ήμισυ του αυξημένου κινδύνου άνοιας λόγω των PM2.5 σχετίζεται με την αλληλεπίδραση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται εδώ και καιρό με διάφορους κινδύνους για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αναπνευστικών και καρδιαγγειακών παθήσεων. Πρόσφατα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν μια σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του αυξημένου κινδύνου άνοιας, αλλά οι υποκείμενοι μηχανισμοί πίσω από αυτή τη σύνδεση παρέμεναν ασαφείς. Ωστόσο, μια νέα μελέτη ρίχνει φως σε αυτή τη συσχέτιση και παρέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το ρόλο ορισμένων αμινοξέων που σχετίζονται με τη βιταμίνη Β.

Ατμοσφαιρική ρύπανση και βιταμίνη Β

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology, διεξήχθη από ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Εξέτασαν την επίδραση των λεπτών σωματιδίων, γνωστών ως PM2.5, στον κίνδυνο άνοιας και τον ρόλο δύο αμινοξέων που σχετίζονται με τη βιταμίνη Β – της μεθειονίνης και της ομοκυστεΐνης.

Η μεθειονίνη είναι ένα απαραίτητο αμινοξύ ζωτικής σημασίας για τις φυσιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου και βρίσκεται συνήθως στο κρέας, τα ψάρια, τα γαλακτοκομικά, τα φασόλια και τα αυγά. Η ομοκυστεΐνη, από την άλλη πλευρά, είναι ένα αμινοξύ που παράγεται στα κύτταρα και μπορεί να μετατραπεί σε μεθειονίνη μέσω μιας αντίδρασης που απαιτεί βιταμίνη Β12 και φυλλικό οξύ. Η ομοκυστεΐνη είναι απαραίτητη για το σχηματισμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και τη συνολική ανάπτυξη και λειτουργία των κυττάρων.

Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 2.500 ενήλικες με μέση ηλικία 73 ετών που ζούσαν στο κέντρο της Στοκχόλμης. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για έως και 12 χρόνια μέσω συνεντεύξεων, ερωτηματολογίων και αιματολογικών εξετάσεων, ενώ 376 από αυτούς εμφάνισαν άνοια κατά τη διάρκεια της μελέτης.

Οι ερευνητές υπολόγισαν τα μέσα ετήσια επίπεδα των PM2.5 στις διευθύνσεις κατοικίας των συμμετεχόντων. Διαπίστωσαν ότι εκείνοι που εμφάνισαν άνοια είχαν ελαφρώς υψηλότερη έκθεση στη ρύπανση από τα PM2,5 (8,4 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο) σε σύγκριση με εκείνους που δεν εμφάνισαν άνοια (8,3 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο). Τα επίπεδα αυτά ήταν σχετικά χαμηλά σε σύγκριση με τα μέσα επίπεδα PM2,5 στην υπόλοιπη Ευρώπη (13,8 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος άνοιας αυξήθηκε κατά 70% για κάθε επιπλέον μικρογραμμάριο ανά κυβικό μέτρο έκθεσης σε PM2,5 κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της μελέτης.

Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι περίπου το ήμισυ του αυξημένου κινδύνου άνοιας λόγω των PM2.5 σχετίζεται με την αλληλεπίδραση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των υψηλών επιπέδων ομοκυστεΐνης ή των χαμηλών επιπέδων μεθειονίνης.

Η δρ Τζούλια Γκράντε, συν-συγγραφέας της μελέτης, τόνισε ότι τα αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης και οι χαμηλές τιμές μεθειονίνης παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του κινδύνου άνοιας που συνδέεται με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Ωστόσο, ήταν επίσης προφανές ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση είχε ουσιαστικό άμεσο αντίκτυπο στην άνοια, υποδεικνύοντας ότι επηρεάζει την ανάπτυξη της άνοιας μέσω πολλαπλών οδών.

Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για περαιτέρω έρευνα των βιολογικών μηχανισμών μέσω των οποίων η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει τον εγκέφαλο. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη στοχευμένων παρεμβάσεων και προληπτικών στρατηγικών για τον μετριασμό του κινδύνου άνοιας που συνδέεται με την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Εν κατακλείδι, η παρούσα μελέτη παρέχει κρίσιμες αποδείξεις για τον επιβλαβή αντίκτυπο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον κίνδυνο άνοιας και προσδιορίζει συγκεκριμένα αμινοξέα που σχετίζονται με τη βιταμίνη Β και επηρεάζουν αυτή τη συσχέτιση. Καθώς η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα περιβαλλοντική πρόκληση και πρόκληση για τη δημόσια υγεία, η αντιμετώπιση των βλαβερών επιπτώσεών της στη γνωστική υγεία είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διασφάλιση ενός πιο υγιούς και βιώσιμου μέλλοντος.