Για το επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας και φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιριών καθώς και για το εάν η πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει πεδία συνεργειών, τύπου ΣΔΙΤ, με τον ασφαλιστικό κλάδο, όπως και να θεσπίσει κίνητρα ώστε να στηρίξει την ανάπτυξή του μίλησε μεταξύ άλλων. O Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επικαλούμενος τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με ημερομηνία αναφοράς την 31η/12/2020, είπε ότι οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν συνολικά εποπτικά ίδια κεφάλαια ύψους 3,6 δισ. ευρώ, έναντι συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων 1,9 δισ. ευρώ που προβλέπεται με βάση το θεσμικό πλαίσιο Solvency II (Φερεγγυότητα ΙΙ), σύμφωνα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Οι ασφαλιστικές εταιρίες διαθέτουν συνολικά 1,7 δισ. ευρώ, ήτοι 85%, περισσότερα κεφάλαια από τα αναγκαία για να θεωρούνται φερέγγυες, ενώ επίσης όλες οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλύπτουν με επάρκεια την προβλεπόμενη στο θεσμικό πλαίσιο ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (MCR) και κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας (SCR). Ενώ, τόνισε μεταξύ άλλων ότι η τρέχουσα συγκυρία ενέχει ποικίλους κινδύνους, όπως για παράδειγμα η εξέλιξη της πανδημίας, η κλιματική αλλαγή, η σεισμική δραστηριότητα σε διάφορα σημεία του ελλαδικού χώρου, αλλά και οι κυβερνοεπιθέσεις. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτίθενται σε αυτούς τους κινδύνους τόσο μέσω της ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων όσο και μέσω των επενδύσεών τους, ιδίως σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.
«Στη βάση των ανωτέρω, και υπό το πρίσμα των διαρκώς μεταβαλλόμενων δεδομένων στην εγχώρια και τη διεθνή οικονομία, καλούνται να παρακολουθούν και να αξιολογούν τη φερεγγυότητά τους σε συνεχή και προοπτική βάση» ανέφερε, ενώ υπογράμμισε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτική αρχή του τομέα ιδιωτικής ασφάλισης, αξιολογεί συνεχώς τις επιπτώσεις όχι μόνο των υφιστάμενων, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων στο ενεργητικό και στο παθητικό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και την ανταπόκριση των ασφαλιστικών τους προϊόντων στις ανάγκες των καταναλωτών και τον τρόπο διάθεσης των προϊόντων αυτών».