Η στιγματοποίηση βάρους, δηλαδή η διάκριση και η προκατάληψη που υφίστανται οι άνθρωποι με βάση το βάρος τους, είναι ένα πρόβλημα που πλήττει πολλές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων γυναικών και των νέων μητέρων. Αυτές οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ήδη τις φυσικές και συναισθηματικές προκλήσεις της εγκυμοσύνης και της μητρότητας, ενώ ταυτόχρονα καλούνται να διαχειριστούν την κοινωνική πίεση και την κρίση για το βάρος τους. Η στιγματοποίηση αυτή μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη ψυχική υγεία των γυναικών, στη σχέση τους με τους επαγγελματίες υγείας και γενικά στην ευημερία τους.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι γυναίκες αναγκάζονται να αντέξουν σωματικές αλλαγές, όπως η αύξηση του βάρους, οι οποίες ενδέχεται να τις εκθέσουν σε κοινωνική κριτική. Η κοινωνία συχνά συνδέει την εξωτερική εμφάνιση και τη σωματική εικόνα με την αξία των γυναικών, γεγονός που δημιουργεί ένα αυστηρό πλαίσιο ομορφιάς. Οι γυναίκες που αποκτούν βάρος πέρα από τα “κανονικά” όρια, σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών, ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένες και κατακριτέες. Η κοινωνική αυτή πίεση οδηγεί σε αυξημένο άγχος, κατάθλιψη και συναισθηματική πίεση, τα οποία επηρεάζουν την υγεία της μητέρας και ενδεχομένως την ανάπτυξη του παιδιού.
Οι νέες μητέρες, μετά τον τοκετό, συχνά βιώνουν την ίδια πίεση να χάσουν το βάρος που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η πίεση για άμεση “επιστροφή” στο προ εγκυμοσύνης σώμα, ενισχυμένη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη σύγχρονη κουλτούρα, κάνει τη διαδικασία αυτή ακόμη πιο δύσκολη. Αυτή η πίεση μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση για το σώμα, χαμηλή αυτοεκτίμηση και κατάθλιψη, δυσκολεύοντας την προσαρμογή στην νέα ζωή της μητρότητας.
Ακόμη, η στιγματοποίηση βάρους μπορεί να επηρεάσει και τη σχέση των γυναικών με τους επαγγελματίες υγείας τους. Οι έγκυες και νέες μητέρες μπορεί να διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια ή συμβουλές από το φόβο της κριτικής για το βάρος τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη αναζήτηση ιατρικής φροντίδας και να έχει αρνητικές συνέπειες για την υγεία της μητέρας και του παιδιού. Οι επαγγελματίες υγείας που διατηρούν προκαταλήψεις για το βάρος μπορεί να επικεντρωθούν υπερβολικά στην αύξηση του βάρους και όχι στην ολική υγεία της μητέρας.
Η λύση σε αυτό το πρόβλημα απαιτεί μια αλλαγή στις κοινωνικές στάσεις και στην ιατρική φροντίδα. Η έμφαση θα πρέπει να δίδεται στην ολική υγεία της γυναίκας, και όχι μόνο στην απώλεια βάρους, προσφέροντας υποστηρικτική φροντίδα που να λαμβάνει υπόψη τόσο τις φυσικές όσο και τις συναισθηματικές ανάγκες της. Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος χωρίς κρίση για το σώμα, όπου οι γυναίκες αισθάνονται υποστήριξη και σεβασμό, είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της υγείας των μητέρων και για τη θετική εμπειρία της μητρότητας.