Αντιβίωση: Η συχνή χρήση αντιβιοτικών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο φλεγμονώδους νόσου του εντέρου -της νόσου του Crohn και της ελκώδους κολίτιδας- μεταξύ ενηλίκων άνω των 40 ετών, υποδεικνύει έρευνα που δημοσιεύθηκε online στο περιοδικό Gut. Ο κίνδυνος φαίνεται να είναι αθροιστικός και μεγαλύτερος 1-2 χρόνια μετά τη χρήση και για εκείνα τα αντιβιοτικά που στοχεύουν στις λοιμώξεις του εντέρου, δείχνουν τα ευρήματα. Ολοένα και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι πιθανό να εμπλέκονται στην ανάπτυξη φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (IBD). Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν 7 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από την πάθηση, ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί κατά την επόμενη δεκαετία, λένε οι ερευνητές.
Ένας παράγοντας που σχετίζεται με τον κίνδυνο εμφάνισης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ στους νεότερους ανθρώπους είναι η χρήση αντιβιοτικών, αλλά δεν είναι σαφές αν η συσχέτιση αυτή μπορεί να ισχύει και στους ηλικιωμένους. Για να το διερευνήσουν περαιτέρω, οι ερευνητές βασίστηκαν σε εθνικά ιατρικά δεδομένα από το 2000 έως το 2018 για Δανούς πολίτες ηλικίας 10 ετών και άνω, οι οποίοι δεν είχαν διαγνωστεί με Ιδιοπαθή Νόσο του Εντέρου ΙΦΝΕ. Ήθελαν συγκεκριμένα να μάθουν αν ο χρόνος και η δόση της αντιβίωσης μπορεί να είναι σημαντικές για την ανάπτυξη της Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ και αν αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με την Ιδιοπαθή Νόσο του Εντέρου ΙΦΝΕ και τον τύπο του αντιβιοτικού. Περισσότερα από 6,1 εκατομμύρια άτομα συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, εκ των οποίων λίγο πάνω από τα μισά ήταν γυναίκες. Συνολικά, σε 5,5 εκατομμύρια (91%) είχε συνταγογραφηθεί τουλάχιστον μία σειρά αντιβιοτικών μεταξύ 2000 και 2018. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διαγνώστηκαν περίπου 36.017 νέες περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας και 16.881 νέες περιπτώσεις νόσου του Crohn. Συνολικά, σε σύγκριση με τη μη χρήση αντιβιοτικών, η χρήση αυτών των φαρμάκων συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ηλικία συσχετίστηκε με τον υψηλότερο κίνδυνο. Τα άτομα ηλικίας 10-40 ετών είχαν 28% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με Ιδιοπαθή Νόσο του Εντέρου ΙΦΝΕ, τα άτομα ηλικίας 40-60 ετών είχαν 48% περισσότερες πιθανότητες να λάβουν αυτή τη διάγνωση, ενώ τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών είχαν 47% περισσότερες πιθανότητες.
Οι κίνδυνοι ήταν ελαφρώς υψηλότεροι για τη νόσο του Crohn από ό,τι για την ελκώδη κολίτιδα: 40% μεταξύ των 10-40 ετών, 62% μεταξύ των 40-60 ετών και 51% μεταξύ των άνω των 60 ετών. Ο κίνδυνος φάνηκε να είναι σωρευτικός, με κάθε επόμενη πορεία να προσθέτει επιπλέον 11%, 15% και 14% αυξημένο κίνδυνο, ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα. Ο υψηλότερος κίνδυνος από όλους παρατηρήθηκε μεταξύ όσων είχαν συνταγογραφηθεί 5 ή περισσότερες σειρές αντιβιοτικών: 69% αυξημένος κίνδυνος για τις ηλικίες 10-40 ετών, διπλασιασμός του κινδύνου για τις ηλικίες 40-60 ετών και 95% αυξημένος κίνδυνος για τους άνω των 60 ετών. Η χρονική στιγμή φάνηκε επίσης να επηρεάζει, με τον υψηλότερο κίνδυνο για Ιδιοπαθή Νόσο του Εντέρου ΙΦΝΕ να εμφανίζεται 1-2 χρόνια μετά την έκθεση σε αντιβιοτικά, ενώ κάθε επόμενο έτος μετά σχετίζεται με μείωση του κινδύνου. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ατόμων ηλικίας 10-40 ετών, ο κίνδυνος Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ ήταν 40% υψηλότερος 1-2 χρόνια μετά τη λήψη αντιβιοτικών σε σύγκριση με 13% υψηλότερο 4-5 χρόνια αργότερα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους 40-60χρονους ήταν 66% έναντι 21% και για τους άνω των 60 ετών, 63% έναντι 22%. Όσον αφορά τον τύπο του αντιβιοτικού, ο υψηλότερος κίνδυνος εμφάνισης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ σχετιζόταν με τις νιτροϊμιδαζόλες και τις φθοριοκινολόνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία λοιμώξεων του εντέρου. Αυτά είναι γνωστά ως αντιβιοτικά ευρέος φάσματος επειδή στοχεύουν αδιακρίτως όλα τα μικρόβια, όχι μόνο εκείνα που προκαλούν ασθένεια.
Η νιτροφουραντοΐνη ήταν ο μόνος τύπος αντιβιοτικού που δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο εμφάνισης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι πενικιλλίνες στενού φάσματος συσχετίστηκαν επίσης με Ιδιοπαθή Νόσο του Εντέρου ΙΦΝΕ, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Αυτό προσθέτει βαρύτητα στην άποψη ότι οι αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να έχουν βασικό ρόλο και ότι πολλά αντιβιοτικά έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλουν τη σύνθεση των μικροβίων στο έντερο. Πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τεκμηριώσει την αιτία- ούτε υπήρχαν πληροφορίες σχετικά με το τι φάρμακα ήταν ή πόσα από αυτά έπαιρναν πραγματικά οι ασθενείς, σημειώνουν οι ερευνητές. Υπάρχουν όμως κάποιες εύλογες βιολογικές εξηγήσεις για τα ευρήματα, προτείνουν, υπογραμμίζοντας τη φυσική μείωση τόσο της ανθεκτικότητας όσο και του εύρους των μικροβίων στο μικροβίωμα του εντέρου που σχετίζεται με τη γήρανση, την οποία η χρήση αντιβιοτικών είναι πιθανό να επιτείνει. “Επιπλέον, με επαναλαμβανόμενες σειρές αντιβιοτικών, οι μετατοπίσεις αυτές μπορεί να γίνουν πιο έντονες, περιορίζοντας τελικά την αποκατάσταση του εντερικού μικροβιόκοσμου”, προσθέτουν. Ο περιορισμός της συνταγογράφησης αντιβιοτικών μπορεί όχι μόνο να βοηθήσει στον περιορισμό της αντίστασης στα αντιβιοτικά, αλλά μπορεί επίσης να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ, τολμούν. “Η συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε αντιβιοτικά και της ανάπτυξης Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ υπογραμμίζει τη σημασία της διαχείρισης των αντιβιοτικών ως μέτρο δημόσιας υγείας και υποδεικνύει το γαστρεντερικό μικροβίωμα ως σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη της Ιδιοπαθούς Νόσου του Εντέρου ΙΦΝΕ, ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων ενηλίκων”, καταλήγουν.