Ευκαιρία για αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και αντικατάστασή τους με υγιεινότερες αποτελεί η περίοδος της Σαρακοστής. Σύμφωνα με τη θρησκεία, η υιοθέτηση της συγκεκριμένης διατροφής επιδρά με ευεργετικό τρόπο στην ψυχή, ενώ κατά την επιστήμη έχει θετικές επιδράσεις στο σώμα, δεδομένου ότι προάγει την υγεία του συνόλου του οργανισμού και ειδικά του εντέρου.
«Η νηστεία είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για αποτοξίνωση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη βελτιστοποίηση της υγείας του εντέρου και την προαγωγή ενός υγιούς μικροβιώματος, που συμβάλλει στη πρόληψη των ασθενειών καθώς και στη μακροζωία. Η αύξηση της ποικιλίας των βακτηριδίων στο έντερο ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα που παρέχει προστασία από τα επιβλαβή μικρόβια, τις τοξίνες και άλλες ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν ανοσολογικές αντιδράσεις.
Η αποχή από τα προϊόντα ζωικής προέλευσης και τα παράγωγά τους και η αντικατάστασή τους με οστρακοειδή, όσπρια, φρούτα και λαχανικά έχει αποδειχθεί ότι βοηθά στην καλή λειτουργία του εντέρου και στην αποφυγή δυσλειτουργιών αλλά και σοβαρών ασθενειών, όπως ο καρκίνος. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα υψηλά επίπεδα κόκκινου κρέατος στη διατροφή έχουν καταστροφικές συνέπειες στο DNA του παχέος εντέρου και επομένως είναι επιβλαβή για την υγεία του.
Ειδικότερα, η αλλαγή της διατροφής λόγω νηστείας συνεπάγεται αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών, οι οποίες μειώνουν την απορρόφηση της χοληστερόλης από το βλεννογόνο του εντέρου. Επίσης τόσο οι διαλυτές όσο και αδιάλυτες ίνες προστατεύουν από την εμφάνιση δυσκοιλιότητας και κατ’ επέκταση αιμορροΐδων.
Οι διαλυτές ίνες είναι μαλακές και κολλώδεις και βρίσκονται στα όσπρια, στη βρώμη, στο κριθάρι, στο αβοκάντο κ.α. Απομακρύνουν ευκολότερα τα υπολείμματα των τροφών, δημιουργώντας μαλακά κόπρανα που είναι ευκολότερο να αποβληθούν. Οι αδιάλυτες ίνες, που συναντώνται σε προϊόντα ολικής άλεσης, σε ξηρούς καρπούς, στα φρούτα και στα λαχανικά, περνούν ακέραιες από το γαστρεντερικό σύστημα και διευκολύνουν την ομαλή λειτουργία του. Έτσι δεν συσσωρεύονται κόπρανα στο έντερο και δεν υπάρχει δυσκοιλιότητα ή, ακόμα χειρότερα, κοπρόσταση, η οποία μπορεί να επιδεινώσει υφιστάμενες, καρδιακές, πνευμονικές ή γαστρεντερολογικές παθήσεις.
Για να προσφέρουν, όμως, οι φυτικές ίνες τα μέγιστα στον οργανισμό, είναι σημαντικό τα φρούτα και τα λαχανικά να καταναλώνονται με τη φλούδα τους (όταν αυτή είναι λεπτή πχ. μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα, πατάτες κ.ά), δεδομένου ότι εκεί βρίσκονται οι αδιάλυτες ίνες, καθώς και ενώσεις που ονομάζονται φλαβονοειδή, οι οποίες βοηθούν στον έλεγχο της αιμορραγίας στους πάσχοντες από αιμορροϊδοπάθεια.
Τα φρούτα και τα λαχανικά με έντονα χρώματα, όπως είναι τα μούρα, τα σταφύλια και οι ντομάτες, αλλά και τα σκούρα, φυλλώδη λαχανικά είναι γενικά πλούσια σε φλαβονοειδή. Όμως μέχρι και το 80% ορισμένων φλαβονοειδών ενδέχεται να χαθούν κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος. Γι’ αυτό θα πρέπει να καταναλώνονται ωμά ή ελάχιστα μαγειρεμένα.
Το ίδιο ευεργετικά είναι και τα όσπρια. Μόλις 1/2 φλιτζάνι καλύπτει περίπου το ένα τρίτο των καθημερινών αναγκών σε φυτικές ίνες, αφού δίνει στον οργανισμό μεταξύ 7 και 10 γραμμάρια ινών (τόσο διαλυτών όσο και αδιάλυτων), αναλόγως της ποικιλίας. Αντίθετα, το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα περιέχουν ελάχιστες ίνες. Οι δε πρωτεΐνες τους μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν με λαχανικά που είναι πλούσια σε αυτές, όπως π.χ. αρακάς, γλυκοπατάτα, αγκινάρα, σπανάκι, παντζάρια κ.λπ.
Επωφελής είναι και η εξαίρεση κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας των λιπαρών ζωϊκής προέλευσης και η αντικατάστασή τους με καλά λιπαρά. Η διατροφή που είναι υψηλή σε κορεσμένα λιπαρά οξέα μπορεί να επιφέρει δυσμενείς επιδράσεις στο πλήθος και την ποικιλία του μικροβιώματος του εντέρου και επομένως στη μεταβολική υγεία. Οι σημαντικότερες πηγές κορεσμένων λιπαρών είναι τα ζωικά λίπη, όπως τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι, τυρί), το λίπος του κρέατος, το αυγό, η κρέμα γάλακτος, το βούτυρο. Υπάρχουν βέβαια και φυτικής προέλευσης τροφές που είναι πλούσιες σε κορεσμένα λιπαρά, π.χ. το φοινικέλαιο. Το ίδιο επιβλαβής για το εντερικό μικροβίωμα είναι και οι υψηλής περιεκτικότητας σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα διατροφή.
Αντίθετα, τα πολυακόρεστα λιπαρά δεν επηρεάζουν αρνητικά το μικροβίωμα του εντέρου ή τη μεταβολική υγεία. Τα γνωστά ω-3 και ω-6 είναι πολυακόρεστα λιπαρά. Τα πρώτα περιέχονται σε ορισμένους ξηρούς καρπούς (στα καρύδια και στα αμύγδαλα), στη σόγια, στα χόρτα (π.χ. γλιστρίδα, αντράκλα). Τα δεύτερα περιέχονται κυρίως στις φυτικές μαργαρίνες και σε φυτικά σπορέλαια (όπως το αραβοσιτέλαιο, το ηλιέλαιο, το σογιέλαιο).
Επειδή δε τα ω-3 περιέχονται και στα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομό, σαρδέλες, γαύρο και σκουμπρί) είναι φανερή η ωφέλεια όσων νηστεύουν αλλά δεν ακολουθούν τόσο πιστά τις επιβολές της εκκλησιαστικής παράδοσης και αντικαθιστούν απλώς το κρέας με ψάρια.
Η περίοδος αυτή αποτελεί συν τοις άλλοις μια καλή ευκαιρία ελέγχου των διατροφικών παθών, καθώς η νηστεία είναι ένας τρόπος επιβολής επί των επιθυμιών μας. Ο έλεγχος του είδους αλλά και της ποσότητας των τροφών που καταναλώνονται μπορούν να οδηγήσουν σε έλεγχο της παχυσαρκίας, τον νούμερο ένα κίνδυνο για πολλές νόσους του πεπτικού συστήματος. Μεταξύ αυτών είναι η αιμορροϊδοπάθεια, η οποία είναι ιδιαίτερα συχνή στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα, ως αποτέλεσμα της ασκούμενης πίεσης, η οποία συστέλλει τις φλέβες και τα αιμοφόρα αγγεία που περιβάλλουν τον πρωκτό και το κόλον, αλλά και ως αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της έλλειψης ινών στη διατροφή. Όσοι πάσχουν από αιμορροΐδες μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα συμπτώματα, αυξάνοντας την πρόσληψη ινών, πίνοντας περισσότερο νερό και βάζοντας την άσκηση στην καθημερινότητά τους.Aim