H νηπιακή ηλικία ξεκινάει απο 2ο , 5ο εώς και 6ο έτων και είναι χαρακτηριστική ηλικία στην εξέλιξη του παιδιού γιατί είναι ένα στάδιο, κατά το οποίο φεύγει από την βρεφική ηλικία, όπου ήταν εντελώς εξαρτημένο και επιδιώκει με την είσοδο του στην νηπιακή ηλικία να αποκτήσει περισσότερη αυτονομία καιαυτάρκεια.
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr ο Δημήτρης Μπούκουρας-Κλινικός Ψυχολόγος –Ψυχοθεραπευτής.
Σ’ αυτά τα χρόνια γίνεται μια ουσιαστική και πλούσια εξέλιξη σ’ όλους τους τομείς, καθοριστική για την αργότερα πορεία του. ’ Πιο ειδικά, θα λέγαμε, ότι, όσον αφορά την σωματική και κινητική πλευρά της ανάπτυξης του παιδιού έχουμε ένα ρυθμό ανάπτυξης γρήγορο, αλλά όχι τόσο όσο της βρεφικής ηλικίας. Η ανάπτυξη αυτή μπορεί μεν να είναι περισσότερο επιβραδυνόμενη από της βρεφικής, αλλά με μεγαλύτερη ποικιλία και στηρίζεται πάνω στην άσκηση και την εμπειρία και όχι τόσο από τη ψυχολογική ωρίμανση. Ως προς το σώμα, έχουμε τις τελικές σωματικές αναλογίες και αποκτάται η τελική ατομική φυσιογνωμία. Ως προς τον κινητικό τομέα, στη φάση αυτή παρατηρούμε έντονη κινητικότητα, η όρθια στάση και το βάδισμα γίνονται κανονικά και το νήπιο προβαίνει και σε νέες μαθήσεις και παραλλαγές στον κινητικό τομέα, γεγονός που το κάνει να μοιάζει «αεικίνητο» (να σκαρφαλώνει σε έπιπλα, δέντρα κ.λ.π)΄΄τονίζει ο Ψυχοθεραπευτής.
‘’Αν δούμε τώρα τη νοητική πλευρά της ανάπτυξης στη φάση αυτή, θα παρατηρήσουμε εντυπωσιακές αλλαγές. Κατ’ αρχήν έχουν τη εμφάνιση και χρήση της γλώσσας, και κατά δεύτερο λόγο τη λειτουργία του να μεταπλάθει τον εξωτερικό κόσμο σε εσωτερικό- πνευματικό κόσμο, με τη χρησιμοποίηση εσωτερικών συμβόλων. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει στο εξωτερικό περιβάλλον, βομβαρδίζοντας με ερωτήσεις “ΤΙ”, “ΓΙΑΤΙ”, “ΠΩΣ” και έτσι εμπλουτίζει τις παραστάσεις του. Ο συναισθηματικός του κόσμος από την άλλη πλευρά παρουσιάζει ενισχυμένες τάσεις αυτονομίας και εκδηλώνει συμπεριφορές, όπως πείσμα, επιμονή, ανυπακοή, αρνητισμό, ανταγωνιστική διάθεση, ζηλοτυπίες, εκρήξεις θυμού κ.α. Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να προβληματίζουν τους γονείς, αλλά είναι φυσιολογικές για την φάση ανάπτυξης που περνάει το νήπιο. Στην κοινωνική ανάπτυξή του το νήπιο διευρύνει τις δραστηριότητες και τις επαφές του επιδιώκει να ανήκει σε ομάδες συνομηλίκων του, στη γειτονιά του ή στο νηπιαγωγείο. Σ’ αυτές τις ομάδες το νήπιο θα επιδοθεί στο παιχνίδι, που είναι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας έχοντας έτσι την ευκαιρία να μάθει βασικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής, να αποκτήσει ετοιμότητα, ώστε να είναι προετοιμασμένο το παιδί να δεχτεί τις απαιτήσεις του σχολείου αργότερα’’ αναφέρει ο κ. Μπούκουρας .
”Συνοψίζοντας αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να επισημάνουμε ότι, το νήπιο μπορεί φυσιογνωμικά να φαίνεται σαν ένας ενήλικας σε μικρογραφία, εντούτοις είναι ένα άτομο εξελισσόμενο με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Είναι ένα άτομο ορμητικό, ατίθασο, δύστροπο, αεικίνητο, εγωκεντρικό κ.α.Εκείνο που θα θεωρούσα τώρα σημαντικό να επισημάνουμε, στη συνέχεια, είναι οι τάσεις που εμφανίζει το νήπιο στις διαπροσωπικές σχέσεις με τους συνομηλίκους του. Γνωρίζουμε ότι από τη στιγμή της γέννησης του το παιδί εκδηλώνει μια τάση άμεσης επαφή και προσκόλληση στα πρόσωπα που το περιβάλλουν.Με την πάροδο, όμως του χρόνου η τάση αυτή εξάρτησης του παιδιού υφίσταται διαφοροποιήσεις. Ενώ, λοιπόν, ξεκινάει στην αρχή με την προσκόλληση στο πρόσωπο της μητέρας, αργότερα απευθύνεται σε περισσότερα πρόσωπα, τα οποία ξεκινάνε από ενήλικες και καταλήγουν σε συνομήλικους.Στο 18ο μήνα το βρέφος έχει προσκολλήσεις προς τον πατέρα, την μητέρα, τα αδέρφια και αργότερα στο παιδικό σταθμό, στο νηπιαγωγείο ο κύκλος διευρύνεται με την αλληλεπίδραση των συνομηλίκων. Η ομάδα, λοιπόν, των συνομηλίκων αρχίζει να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού και στην κοινωνικοποίηση του.Είναι γεγονός, ότι τα παιδιά μέσα στην ομάδα δέχονται όλα τις ίδιες επιδράσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο που το καθένα έχει μεγαλώσει μέσα στην οικογένεια του, και όλα τα παιδιά πρέπει σε βασικές γραμμές να ανταποκρίνονται στις ίδιες απαιτήσεις της ομάδας. Ενδεχομένως, λοιπόν, κάποια προβλήματα ή ιδιορρυθμίες που παρουσιάζονται στο οικογενειακό περιβάλλον νε μετριάζονται ή να αντισταθμίζονται μέσα στην ομάδα. Μπορεί, δηλαδή η ομάδα να παίξει κάποιο διακανονιστικό ή διορθωτικό ρόλο στη σχέση παιδιού – οικογένειας. Π.χ στην περίπτωση που τα παιδιά ζουν σε ένα υπερπροστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον ή αντίθετα σ’ ένα απορριπτικό. Ένα χαϊδεμένο παιδί ακόμα μέσα στην ομάδα μπορεί να μάθει ότι στις διαπροσωπικές σχέσεις υπάρχει ισοτιμία, σεβασμός, δικαιώματα και υποχρεώσεις’’ επισημένει ο Ψυχοθεραπευτής.
Διαπροσωπικές σχέσεις
”Η αλήθεια είναι ότι από τη έναρξη της νηπιακής ηλικίας από το 2ο έτος δημιουργούνται αλλαγές στις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών και ως προς το ποσό και ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης. Τα νήπια αρχίζουν να ανταλλάσσουν επαίνους, παιχνίδια, προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των άλλων και δείχνουν αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις. Και σ’ αυτή την ηλικία παρατηρούμε μια φανερή προσκόλληση προς τα άλλα παιδιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα περιμένει κανείς μπαίνοντας το παιδί στο σχολείο να έχει σαφώς γνωρίσει την έννοια της “ομάδας” και τον “ανήκειν” σε μια ομάδα.Θα μπορούσαμε, όμως, μελετώντας τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις σε ομάδες παιδιών να ταξινομήσουμε μερικές κατηγορίες επιδράσεων ή όχι: Κατ’ αρχήν μπορούμε να δούμε το αμέτοχο παιδί που παραμένει στο χώρο του παιχνιδιού μόνο του δεν ασχολείται με τίποτα και το μοναχικό του παιχνίδι είναι να ενδιαφέρεται μόνο για τη δική του δραστηριότητα. Στη συνέχεια μπορούμε να διακρίνουμε το παιδί θεατή να συμμετέχει στο παιχνίδι μ’ άλλα παιδιά μόνο σαν παρατηρητής, παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα, ομιλεί στους παίκτες, αλλά παραμένει έξω από την ομάδα. Ακόμη υπάρχει το παράλληλο παιχνίδι, στο οποίο το παιδί παίζει δίπλα-δίπλα με άλλα παιδιά, αλλά όχι μαζί με τα άλλα. Εξελικτικά, προοδευτικά καταλήγουμε στο συντροφικό παιχνίδι, όπου το παιδί συμμετέχει σε κοινές δραστηριότητες χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός ρόλων και κατανομή . Τέλος παρατηρούμε το συνεργατικό παιχνίδι, όπου το παιδί συμμετέχει σε οργανωμένα παιχνίδια, επιδιώκεται κάποιος ανταγωνιστικός στόχος και εμφανίζεται το συναίσθημα της συμμετοχής στην ομάδα. Ειδικότερα από έρευνες έχει βρεθεί ότι το μοναχικό παιχνίδι εμφανίζεται στο 2ο έτος, στο 3ο το παράλληλο παιχνίδι και το 4ο το συντροφικό παιχνίδι’’ εργασίας’’ υπογραμμίζει ο κ. Μπούκουρας.
Λεκτική παραγωγή των παιδιών
‘’Μια άλλη μορφή αλληλεπίδρασης που εμφανίζεται στα νήπια είναι και η γλωσσική. Η λεκτική παραγωγή των παιδιών ξεκινάει πρώτα απευθυνόμενο προς τον εαυτό του, μετά σ’ ένα αντικείμενο, στη συνέχεια σ’ ένα άλλο παιδί, στην ομάδα και τέλος στους ενήλικες.Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο που κυριαρχεί σ’ αυτήν την ηλικία στη σκέψη και τη γλώσσα του παιδιού είναι ο εξωκεντρισμός. Το παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει και να συμμετέχει στα συναισθήματα του άλλου, να έρθει στη θέση του άλλου, γι’ αυτό η φιλία, η γενναιοδωρία είναι μορφές που δύσκολα πετυχαίνονται σ’ αυτή τη φάση.Όπως, ανέφερα, στην αρχή η νηπιακή ηλικία χαρακτηρίζεται από την τάση του παιδιού για αυτονομία. Είναι αλήθεια ότι στο τέλος του 2ου έτους, το παιδί αρχίζει να κατακτά τον κινητικό, νοητικό και γλωσσικό χώρο, έτσι ώστε να βγαίνει από την παθητική εξάρτηση της βρεφικής ηλικίας και ενεργοποιείται με το να επιβάλλει τη θέλησή του και τον έλεγχό του στο περιβάλλον του και να επιβεβαιώνει το Εγώ του. Έχει πάντα την διάθεση να αποφασίζει το ίδιο και να εκτελεί το ίδιο τις επιλογές του όπως θέλει και όταν θέλει. Ο τρόπος τώρα, που οι γονείς θα αντιμετωπίσουν αυτήν την τάση και τη διάθεση του παιδιού μπορεί να καθορίσει κατά πόσο το παιδί, θα αποκτήσει αυτονομία και αυτοπεποίθηση ή αμφιβολία και ανασφάλεια.
Αν η ποιότητα της αλληλεπίδρασης παιδιού- γονέα είναι τέτοια ώστε οι επιλογές και οι προσπάθειες του παιδιού να το οδηγούν σε ευχάριστα αποτελέσματα, τότε δημιουργείται στο παιδί η γενικευμένη τάση να κάνει ελεύθερα τις δικές επιλογές να νοιώθει ικανοποίηση για τις πράξεις και τις αποφάσεις του ώστε κι αν ακόμη αποτύχει να μπορέσει να προσπαθήσει ξανά.
Αντίθετα, αν η σχέση γονέα – παιδιού είναι τέτοια ώστε να νοιώθει το παιδί ότι δεν είναι ελεύθερο να κάνει τις προσωπικές επιλογές, γιατί τον κάνουν να πιστεύει πως η κάθε επιλογή του οδηγεί σε αποτυχία, τότε δημιουργείται η τάση να νοιώθει το παιδί αμφιβολία για τις ικανότητές του, και εδραιώνει την πεποίθηση ότι πρέπει να κάνει αυτό που αποφασίζουν οι άλλοι για να νοιώσει ικανοποίηση. Άμεση συμπεριφορά – αντίδραση του νηπίου μπορεί να είναι είτε μια προκλητική ανυπακοή, ανταρσία, είτε μια πλήρης υποταγή. Βέβαια, εκείνο που πρέπει να τονίσουμε σαφέστατα, είναι η θετική στάση που οφείλουν να τηρούν οι γονείς στην αναπτυσσόμενη αυτονομία του νηπίου και να ενθαρρύνουν τη φυσική του τάση για ανεξαρτησία και αυτάρκεια.Θα πρέπει να επιθυμούν το παιδί τους να αποφασίζει και να δρα όσο το δυνατό περισσότερο μόνο, ευκαιρίες άλλωστε υπάρχουν πολλές στη καθημερινή ζωή – φαγητό, πλύσιμο, ντύσιμο – Άλλωστε κάθε αποτυχία μιας προσπάθειας δεν σημαίνει ανεπανόρθωτο κακό, αλλά αντίθετα είναι μια ευκαιρία να δοκιμάσει το παιδί ξανά.
Τα συναισθήματα της αμφιβολίας και της αναξιότητας, τα οποία εμφυσούν οι γονείς στα παιδιά είναι αποτέλεσμα ενός νοσηρού υπερπροστατευτισμού από πλευράς γονέων, όταν περιορίζοντας κάθε αυτόνομη ενέργεια του παιδιού επιβάλλουν φορτικά την ανεπιθύμητη για το νήπιο, δική τους βοήθεια.Είναι, ακόμη, γνωστά τα μέσα που χρησιμοποιούν πολλοί γονείς για να χειραγωγήσουν και να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους. Μεγαλοποιούν τα σφάλματα τους, τις αποτυχίες τους, διακωμωδούν τις προσπάθειές του και το εξευτελίζουν για να του διδάξουν “πως πρέπει να συμπεριφέρεται”. Αν, τέλος το παιδί στις επιδιώξεις του για δημιουργική δράση, νοιώθει ότι επιτυγχάνει, ότι βρίσκει ποικιλία πραγμάτων να κάνει, ότι οι ίδιες του και οι πράξεις του αποσπούν την επιδοκιμασία των γονιών του, αποκτά πλέον μια γενικευμένη τάση να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, να αναζητάει, θα λέγαμε νέες δημιουργικές εμπειρίες. Αν όμως, οι γονείς βιάζονται να δημιουργήσουν στο παιδί από πολύ νωρίς ένα ισχυρό Υπερεγώ, τότε αυτόματα εγκαθίσταται στο παιδί και μια τάση ενοχών για όσα τολμά να κάνει τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στην φαντασία του’’ εργασίας’’ υπογραμμίζει ο κ. Μπούκουρας.
Πρωτοβουλίες
”Το υγιές συναίσθημα πρωτοβουλίας εξασφαλίζει ένα παιδί που θα δρα ελεύθερα και δημιουργικά κάτω, βέβαια, από έναν κοινωνικό έλεγχο, ισχυρό μεν, αλλά όχι τιμωρητικό.Τελειώνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η ελευθερία να αποφασίζει και να δρα το ίδιο το νήπιο πρέπει να δίνεται, σίγουρα, μέσα σε κάποια όρια. Και φυσικά η επιβολή των “ορίων” συμβιβάζεται απόλυτα με την έννοια της “αυτονομίας”. Άλλωστε το νήπιο βρίσκεται ακόμα κάτω από την επίδραση της βρεφικής ηλικίας για απόκτηση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας προς το ίδιο. Αν, λοιπόν, σ’ αυτή τη φάση το παιδί μείνει χωρίς κάποια λογική οριοθέτηση της ελευθερίας του, ενδεχομένως μπορεί να βρεθεί σ’ έναν κόσμο υπερβολικά μεγάλο, πολύπλοκο, δύσκολο να τον χειριστεί και να τον ελέγξει. Έτσι μπορεί να κινδυνεύει να χάσει την εμπιστοσύνη του τόσο ως προς τους άλλους, όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό.Γενικά, θα λέγαμε, ότι η νηπιακή ηλικία είναι μια χαρακτηριστική φάση – ορόσημα της εξέλιξης του ατόμου, λέγεται δε και προσχολική γιατί το κύριο αναπτυξιακό της στοιχείο είναι ο προπαρασκευαστικός της ρόλος για την είσοδο του παιδιού στο σχολείο’’ τονίζει ο Ψυχοθεραπευτής.