Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η υπογονιμότητα είναι “μια ασθένεια του αναπαραγωγικού συστήματος που ορίζεται από την αποτυχία επίτευξης κύησης μετά από 12 μήνες ή παραπάνω ελεύθερης ερωτικής δραστηριότητας” (WHO, 2009c).
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr η Μένια Δούβρη – αποφοίτησε από το τμήμα ψυχολογίας του University of Hertfordshire- μεταπτυχιακό στη Ψυχολογία της Υγείας. Επιστημονικός Συνεργάτης Medidiatrofi.
Γενικά, θεωρείται ότι οι γυναίκες βιώνουν εκτενέστερες ψυχολογικές συνέπειες συγκριτικά με τους άντρες. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι η επίτευξη μιας εγκυμοσύνης είναι συνδεδεμένη με τη θηλυκότητα, καθώς η διαιώνιση του είδους μας είναι κεντρική αξία για τη ταυτότητα μιας γυναίκας (Lazarus & Folkman, 1984).
Έχει αποδειχθεί μάλιστα ότι οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ότι βιώνουν μεγαλύτερες συνέπειες που εκπορεύονται από την υπογονιμότητα τους σε διάφορους τομείς τις ζωής τους (Edelman, et al. 2000). Συνεπώς, μπορεί προβλήματα γονιμότητας να προκαλούν στρες και στα δύο φύλα, αλλά οι γυναίκες βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα άγχους συγκριτικά με τους συντρόφους τους (Benyamini, et al. 2009).
Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο αναμεμειγμένες, όσον αφορά τη σωματική ανάμειξη, στις θεραπείες γονιμότητας, καθώς και στο γεγονός ότι καταναλώνουν ορμονικά φάρμακα. Επίσης επιδεικνύουν διαφορετικούς μηχανισμούς προσαρμογής σε σχέση με τους άντρες, και είναι περισσότερο πιεσμένες κοινωνικά να αποκτήσουν ένα παιδί.
Οι γυναίκες που υπόκεινται σε θεραπείες γονιμότητας έχουν ανάγκη τη στήριξη και τη κατανόηση του περιβάλλοντός τους και κυρίως του συντρόφου τους. Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες απόκτησης παιδιού μπορεί να προκαλέσουν ψυχολογικές συνέπειες όπως η κατάθλιψη.