Το πόσα παιδιά θα κάνει μία γυναίκα και κατά πόσο θα τα θηλάσει, μπορεί να επηρεάσει το βάρος της μετά από δεκαετίες, σύμφωνα με μία νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γέννα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, όμως ο θηλασμός περιορίζει κάπως τον κίνδυνο, κατά περίπου 1% για κάθε έξι μήνες που αυτός διαρκεί.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Κέρστι Μπόμπροου, που δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο διεθνές περιοδικό για θέματα παχυσαρκίας “International Journal of Obesity”, ανέφεραν ότι ο θηλασμός δεν κάνει καλό μόνο στην υγεία των παιδιών, αλλά και των μητέρων και μάλιστα η ωφέλειά του μπορεί να διαρκέσει για πολλά χρόνια, κάτι που και άλλες μελέτες έχουν συμπεράνει στο παρελθόν. Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για περίπου 740.000 γυναίκες. Όπως διαπιστώθηκε, όσο περισσότερα παιδιά έχει κάνει μία γυναίκα, τόσο τείνει να αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου ο δείκτης σωματικής μάζας της.
Η γέννα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, όμως ο θηλασμός περιορίζει κάπως τον κίνδυνο, κατά περίπου 1% για κάθε έξι μήνες που αυτός διαρκεί, αναφέρει νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Αν και το όφελος για μία μεμονωμένη γυναίκα από άποψη μείωσης του βάρους της είναι μικρό, η ωφέλεια είναι πιο σημαντική σε συλλογικό επίπεδο, σύμφωνα με τους βρετανούς επιστήμονες, όσον αφορά τις ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία στο σύνολο του πληθυσμού.
Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για περίπου 740.000 γυναίκες -πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε τόσο μεγάλο δείγμα πληθυσμού- με μέση ηλικία 58 ετών και συσχέτισαν το βάρος και το ύψος τους (από όπου προκύπτει ο δείκτης σωματικής μάζας) με το ιστορικό των γεννήσεων και του τυχόν θηλασμού που είχαν κάνει στα μωρά τους. Ο δείκτης 18,5 έως 25 είναι φυσιολογικός, από 25 έως 30 δείχνει ότι το άτομο είναι υπέρβαρο και πάνω από 30 παχύσαρκο.
Όπως διαπιστώθηκε, όσο περισσότερα παιδιά έχει κάνει μία γυναίκα, τόσο τείνει να αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου ο δείκτης σωματικής μάζας της. Όσες δεν έκαναν παιδιά, είχαν δείκτη 25,6 κατά μέσο όρο (ελαφρώς μόνο υπέρβαρο), ενώ όσες είχαν κάνει τέσσερις ή περισσότερες γέννες, είχαν μέσο δείκτη 27,2 (κανονικά υπέρβαρο) μετά τα 55 χρόνια τους.
Μεταξύ των γυναικών που είχαν γεννήσει, το 70% περίπου είχαν θηλάσει για 7,7 μήνες κατά μέσο όρο. Για κάθε έξι μήνες θηλασμού, όπως ανακάλυψαν οι ερευνητές, ο μέσος δείκτης σωματικής μάζας της γυναίκας ήταν περίπου 1% μικρότερος,
Οι επιστήμονες φρόντισαν να διευκρινίσουν ότι η μελέτη τους δεν αποδεικνύει πως ο θηλασμός αδυνατίζει, όμως δείχνει ότι όντως υπάρχει σχέση ανάμεσα στο βάρος που έχει η γυναίκα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της και στον προγενέστερο θηλασμό. Η σχέση αυτή υπάρχει ακόμα και όταν απομονωθούν άλλοι παράγοντες κινδύνου για παχυσαρκία, όπως η έλλειψη σωματικής άσκησης.
Αν και δεν είναι σαφές γιατί ο θηλασμός συνδέεται με ελαφρώς μειωμένο βάρος, μία πιθανή εξήγηση, κατά την Κέρστι Μπόμπροου, είναι ότι επιδρά στο κέντρα ελέγχου του μεταβολισμού στον εγκέφαλο της μητέρας. Όπως τόνισε, οι γυναίκες που δεν έχουν γεννήσει ακόμα, καλά θα έκαναν να θηλάσουν τα μωρά τους.