Μια διατροφή υψηλή σε λιπαρά, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να επηρεάσει τα μικροβιώματα του εντέρου, του μωρού.
Ερευνητές στο BaylorCollegeofMedicine διαπίστωσαν, ότι τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες που κατανάλωναν φαγητά υψηλά σε λιπαρά, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είχαν μικροβιώματα εντέρου πολύ διαφορετικά από τα μωρά, των οποίων οι μητέρες ήταν σε μια διατροφή μη-υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Αυτό είναι σημαντικό επειδή το μικροβίωμα μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του βρέφους και την ικανότητά του να απορροφά ενέργεια από την τροφή. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό GenomeMedicine.
«Είχαμε προηγουμένως δείξει σε μη-ανθρώπινα πρωτεύοντα, ότι οι μητέρες που κατανάλωναν μια δίαιτα υψηλή σε λιπαρά, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, επηρεάζουν το μικροβίωμα των απογόνων τους, μέχρι το πρώτο έτος τους. Θέλαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό και στους ανθρώπους», δήλωσε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Dr. KjerstiAagaard, αναπληρωτής καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στο Baylor και στο Νοσοκομείο Παίδων του Τέξας.
Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, οι ερευνητές μελέτησαν μια αντιπροσωπευτική ομάδα εγκύων γυναικών στις ΗΠΑ. «Ζητήσαμε από 157 μητέρες να απαντήσουν σε ένα λεπτομερή διατροφικό ερωτηματολόγιο, για να προσδιορίσουμε το είδος της διατροφής που κατανάλωναν, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης», δήλωσε ο Aagaard.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες που έλαβαν από τα ερωτηματολόγια, για να εκτιμηθεί πόση ζάχαρη, λιπαρά και φυτικές ίνες έτρωγαν οι μητέρες κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του τρίτου τριμήνου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μητέρες έκαναν μια διατροφή, που είχε κατά μέσο όρο 33% λίπος. Το εύρος ήταν 14-55% λίπος. Το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ συνιστά ημερήσια πρόσληψη μεταξύ 20 και 35%. Στη συνέχεια, οι ερευνητές διαχώρισαν τις μητέρες, των οποίων η πρόσληψη λίπους ήταν σημαντικά διαφορετική από το μέσο όρο σε δύο ομάδες: την ομάδα ελέγχου και την ομάδα υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος.
«Στη συνέχεια εξέτασαμε το πρώτο δείγμα κοπράνων των μωρών, για να καθορίσουμε τον τύπο των βακτηρίων που υπάρχουν κατά τη γέννηση τους. Χρησιμοποιήσαμε αλληλουχία 16SrRNA, για τον προσδιορισμό των τύπων των μικροβίων που υπάρχουν στο κόπρανα. Αναλύσαμε τα κόπρανα και πάλι, όταν τα μωρά έφθασαν στις 4 έως 6 εβδομάδες», δήλωσε ο Aagaard. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα μικροβιώματα στα μωρά, των οποίων οι μητέρες είχαν διατροφή υψηλή σε λιπαρά, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του τρίτου τριμήνου ήταν σαφώς διαφορετικά από εκείνα των βρεφών, των οποίων οι μητέρες ήταν στην ομάδα ελέγχου.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα μικροβιώματα των μωρών της πρώτης ομάδας (διατροφή με υψηλά λιπαρά) είχαν μικρότερο αριθμό βακτηριοειδή μικροβίων, τόσο κατά τη γέννηση όσο και αρκετές εβδομάδες μετά. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το να έχεις λιγότερα βακτηριοειδή στο έντερο, σε σταθερή βάση, θα μπορούσε να επηρεάσει την εξαγωγή ενέργειας από τα τρόφιμα και την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος. «Ήμασταν έκπληκτοι όταν παρατηρήσαμε τη σύνδεση μεταξύ λιγότερων βακτηριοειδών και υψηλής σε λιπαρά διατροφής, της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα ευρήματα αυτά ανοίγουν νέους ορίζοντες έρευνας», δήλωσε ο Aagaard.
Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να αποδειχθεί, κατά πόσον οι αλλαγές στη διατροφή των γυναικών έχουν ευεργετική επίδραση στα βρέφη τους, άμεσα και μακροπρόθεσμα. Η διατροφή είναι πολύ εύκολο να αλλάξει και οι γυναίκες έχουν υψηλό κίνητρο να κάνουν υγιεινές αλλαγές, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Παραδοσιακά, οι διατροφικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν επικεντρωθεί σε ιχνοστοιχεία, όπως ο σίδηρος και το φολικό οξύ. Εμείς πλέον εικάζουμε, ότι καλό είναι επίσης να εκτιμήσουν και την καθημερινή πρόσληψη λίπους», σημειώνει ο Aagaard.