Ένας από τους τελευταίους της γενιάς των μεγάλων λαϊκών τραγουδιστών, ο Γιώργος Μαργαρίτης, μίλησε στην Έλενα Κατρίτση για τη ζωή του, για τους ανθρώπους που συνάντησε και τις στιγμές που «έγραψαν» μέσα του.
Πρώτος σταθμός της ζωής του μακριά από το σπίτι του ήταν το Κορωπί, όπου βρέθηκε 15 χρόνων παιδί, όταν πήρε το λεωφορείο από το χωριό του στα Τρίκαλα, με λίγες δραχμές στην τσέπη που του είχε δώσει η μητέρα του και ένα τσουβαλάκι. Ήταν εποχές δύσκολες, που αναζητούσε το μεροκάματο και ζούσε «από πλυσταριό σε πλυσταριό και από παράγκα σε παράγκα».
Στη συνέχεια ο γνωστός τραγουδιστής θυμήθηκε τον πατέρα του, τον ήρωα όπως τον αποκαλεί, που ποτέ δεν κατάλαβε τη φήμη του γιου του και που, όταν του έδωσε χρήματα, νόμιζε ότι κάποιος θα τα «έκλαιγε» γιατί τα είχε κερδίσει στα ζάρια. Μάλιστα όπως είπε, ο πατέρας του δεν πρόλαβε να τον δει φτασμένο, αφού πέθανε από καρκίνο.
Συγκλονιστική ήταν η στιγμή της εξομολόγησής του για τον τζόγο και τις «καβάτζες» του, όπως χαρακτηριστικά είπε, στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης: «Έφτασε μέχρι εκεί η αρρώστια μου, που είχα κάποιες πέτρες, η μία ήταν στις αρχές Βουλιαγμένης, η άλλη πιο κάτω στην Αλίμου, κι όταν έφερνα μια καλή ζαριά έβαζα από κάτω κάνα 20άρικο, να έχω όταν θα το χρειαζόμουν».
«Είχα έναν πατέρα αγρότη. Ήμασταν 7 αδέρφια, ο ένας έφυγε νωρίς. Δεν είχαμε να φάμε. Ο πατέρας μου είχε χάσει τον πατέρα του νωρίς και το είχε παράπονο και μας έλεγε “εσείς έχετε τον πατέρα σας”».
Ρωτώντας τον η Έλενα Κατρίτση για τις δυσκολίες αυτού του χώρου, μεταξύ άλλων, ο τραγουδιστής είπε: «Ζητούσε ένας πελάτης κάποιο τραγούδι επίμονα, το ”Αντιλαλούν οι φυλακές”. Το λέω μια φορά. Μετά από 10 λεπτά, το ζητάει πάλι, του κάνω νόημα ”όχι” και σηκώνει το σακάκι για να δω το ”κέρατο”, το πιστόλι. Το τραγουδάω δεύτερη και τρίτη φορά… Κι όπως έφερνε γύρα πάνω στην πίστα, το παίρνω και το πετάω, το έκρυψαν σε κάτι πιάτα και το θέμα τελείωσε εκεί».
Μίλησε όμως και για την εμπειρία του τραγουδώντας στις φυλακές Κορυδαλλού το 2017 αλλά και όταν βρέθηκε ο ίδιος στη φυλακή επί Χούντας εξαιτίας ενός γράμματος που δεν τον αφορούσε και μάλιστα έφαγε ξύλο, αλλά και πέρασε φάλαγγα από την διοικητή του τμήματος.
«Επτά μέρες μας δέρνανε. Κάποια στιγμή ήρθε ο διοικητής και μας περάσανε φάλαγγα. Του ξεστόμισα άσχημα πράγματα για την οικογένειά του και πήρε το γκλομπ από έναν αστυνομικό και μου δίνει μία στο κεφάλι και ξύπνησα την άλλη μέρα. Μια βδομάδα έμεινα μέσα, έγινε δικαστήριο και με αθωώσανε».